United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιαύτα θαύματα κατώρθουν οι τότε χριστιανοί, των οποίων η καρδία ήτο απλή, η πίστις ακμαία και αι προσευχαί παντοδύναμοι παρά τη Παναγία· ενώ σήμερον οι πολυμαθείς, αλλ' ολιγόπιστοι σοφοί του αιώνος, οι κρατούντες διαβήτην και μικροσκόπιον αντί σταυρού και κομβολογίου, γνωρίζουσι μεν πόσα πτερά έχει η ουρά εκάστου πτηνού και πόσους σπόρους περικλείει ο κάλυξ των ανθέων, αλλ' ούτε αετούς δύνανται δι' ενός νεύματος να εξημερώσωσιν ούτε τας ακάνθας να μεταβάλωσιν εις κρίνους δι’ ενός δακρύου.

Σωκράτης Ποίοι δε έχουν το θάρρος να πολεμούν κρατούντες πέλτας; Εκείνοι που ηξεύρουν να τας μεταχειρίζωνται ή εκείνοι που δεν ηξεύρουν; Πρωταγόρας Εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν. Και εις όλα βέβαια τα άλλα, αν ζητής τούτο, είπε, εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν έχουν περισσότερον θάρρος από εκείνους οι οποίοι δεν ηξεύρουν, και αυτοί οι ίδιοι έχουν περισσότερον θάρρος αφ' ου μάθουν παρά προτού μάθουν.

Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου. Ό Στάθης είχεν ωχριάσει κατ' αρχάς.

Αλλά και όλοι, φιλόσοφοι και ρήτορες, κατέχονται υπό φόβων• τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών βαδίζουν κρατούντες ράβδον, και βεβαίως, εάν δεν εφοβούντο, δεν θα ήσαν ούτω ωπλισμένοι• και τας θύρας των δε μανδαλώνουν δυνατά φοβούμενοι μήπως εισέλθη κανείς την νύκτα και τους κακοποιήση.

Τον πέμπουσι δε κατά τον ακόλουθον τρόπον· οι μεν ίστανται κρατούντες τρία ακόντια, οι δε κρατούσι τας χείρας και τους πόδας του μέλλοντος να σταλή προς τον Ζάμολξιν, και έπειτα τον ρίπτουσιν εις τον αέρα εις τρόπον ώστε να πέση επί των ακοντίων· και εάν μεν πίπτων εις αυτά διαπερασθή και εκπνεύση, κρίνουσιν εκ τούτου ότι είναι ευάρεστος εις τον θεόν, εάν δε δεν αποθάνη, τότε αιτιώνται αυτόν τον άγγελον, λέγοντες ότι είναι κακός άνθρωπος.

Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη. ― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής. Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες.

Έρωτες δε παριπτάμενοι μικρόν υπεράνω της θαλάσσης, ούτως ώστε ενίοτε τα άκρα των ποδών των ήγγιζαν την επιφάνειαν της θαλάσσης, και κρατούντες δάδας αναμμένας, έψαλλαν τον υμέναιον.

Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά φοβεράν, φωνήν ηρώτησε: — Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί. Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.

Ήσαν τρεις νέοι κρατούντες τουφέκια, ο Κώτσος ο Κ., ο Αντώνης ο Β. και ο Αλέκος ο Π., δημοδιδάσκαλος «αριστοβάθμιος» της νέας εποχής.

Μέσα εις τους χορούς είχαν καταλάβει τα στασίδια των όλοι οι προύχοντες ένθεν και ένθεν φορούντες τα καλά των, κρατούντες τας λαμπάδας των, σεμνή εν τη όλη απλότητι αυτής παράταξις. Όπισθεν δε δεξιά και αριστερά οι νησιώται όλοι ναυτικοί και γεωργοί ανάμικτοι. Και προς τούτοις τα παιδία καθένα με το κόκκινον αυγόν εις χείρας, γεμάτα χαράν.