United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Εν τοσούτω, είθε δι' υμάς η Σικελία να μεταμορφωθή εις κήπον των Εσπερίδων, είθε αι νύμφαι των αγρών, των δασών και των πηγών να σπείρωσιν άνθη υπό τα βήματά σας· και εις όλας τας ακάνθας των περιστυλίων σας είθε κρινόλευκοι περιστέραι να φωλεύωσι.!»

Φθάσας είδον οστά και ακάνθας όφεων τόσον πλήθος ώστε είναι αδύνατον να τα διηγηθώ. Ήσαν άπειροι σωροί ακανθών, άλλοι μεν μεγάλοι, άλλοι μέτριοι, και άλλοι μικροί. Το δε μέρος εις το οποίον ευρίσκονται διεσπαρμέναι αι άκανθαι αύται είναι η δίοδος εκ στενής κοιλάδος εις ευρείαν πεδιάδα, ήτις συνέχεται με την πεδιάδα της Αιγύπτου.

Ταύτα εσκεπτόμην χλιαράν τινα εσπέραν της Τεσσαρακοστής, καπνίζων μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους μεμψίμοιρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον διά τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας.

Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα.

Οι φοίνικες ξηραίνονται Της Ειλειθυίας· βαρύνεται Επάνω εις την καρδιάν των Το σκότος της νυκτός Ως πλάκα τάφου. Όχι φως και χαράν, Αμμή φλογώδεις άκανθας Βρέχει δι' αυτούς ο ήλιος, Και η γη σχισμένη δίδει Αίματος βρύσεις. Πού μ' έφερεν ο πόνος μου; . . Τι λέγω;. . . τιμωρίαν Αληθινήν και μόνην, Φρικτήν, οι μιαροί Έχουσα άλλην.

Εκτός των αγριολαχάνων τούτων, τα οποία όλαι εγνώριζον να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρεν άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα διά τους ασθενείς, το τρίμερο, και την δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα εις τας κομάρους και τας πτέριδας, και παρά τας ρίζας των αγρίων δένδρων, και τους μήκητας και τας ακάνθας και τας κνίδας, καθώς και το πολυτρίχι εις τους μικρούς καταρράκτας του ρεύματοςτο οποίον λέγουν ότι είναι φάρμακον διά τας λεχούς τας πυρεσσούσας.

Ίσως μοι παρατηρήσετε ότι ο Άγ. Μεράρδος εύρεν επί της κορυφής των Άλπεων ρόδα χωρίς ακάνθας• αλλ' ούτε εγώ είδον τα ρόδα ταύτα ούτε υμείς, νομίζω, κ. εκδότα• ώστε την παρομοίωσίν μου επιμένω θεωρών ως λίαν κατάλληλον.

Εσκέφθης ποτέ, αναγνώστα μου, πόσω γλυκύ και αναπαυτικόν ήθελεν είναι ερωμένη φέρουσα ανδρικήν ενδυμασίαν και εις σε μόνον αποκαλύπτουσα τα θέλγητρα της; Ούτε την ζηλείαν ήθελες γνωρίζει ούτε τας μυρίας εκείνας ακάνθας, αίτινες κατά τον Άγιον Βασίλειον καθιστώσιν εργαστήρια οδυνών τας γυναίκας.

Και πρώτον τον συνείθισα να βαδίζη επί της γης κατά τον ανθρώπινον τρόπον, έπειτα δε αφού του απέπλυνα τον πολύν του ρύπον και τον ηνάγκασα να μειδιά, τον κατέστησα πλέον ευχάριστον την όψιν. Εκτός τούτου του έδωκα σύντροφον την κωμωδίαν και ούτω τον έκαμα πλέον αγαπητόν εις τους ακροατάς, οίτινες προηγουμένως εφοβούντο τας ακάνθας του και τον απέφευγον, όπως αποφεύγουν να πιάσουν εχίνον.

Και τούτο μεν ακολουθεί με ωρθωμένας τας ακάνθας του και ανοίγον φοβερόν στόμα• ο δε Περσεύς με την αριστεράν επιδεικνύει την κεφαλήν της Μεδούσης, με την δεξιάν δε διαπερά το θηρίον με το ξίφος του. Και το κήτος όσον μεν αντίκρυσε την Μέδουσαν απελιθώθη ήδη, όσον δε μένει εισέτι ζωντανόν κατακόπτεται διά του ξίφους.