Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.

Σκύψε με τρόπον, ώστε το πρόσωπόν σου να μη φράττη την οπήν. Στάσου δύο σπιθαμάς μακράν της θύρας. Αντίκρυσε το πρόσωπόν σου εις το κλείθρον. Η άγνωστος εξετέλεσε τας οδηγίας ταύτας της Βεάτης. Αλλ' αύτη σχεδόν δεν διέκρινε την μορφήν της. — Ο λύχνος σου είνε κινητός; ηρώτησεν η Βεάτη. — Κινητός. — Λάβε τον εις την χείρα και έλα να ιδώ το πρόσωπόν σου. Η ξένη υπήκουσε και εις τούτο.

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες.

Αφού του τώπαν και του το ξανάπαν πως δεν τον ήθελαν, έπρεπε να ντραπή και ν' αφήση ήσυχη την θυγατέρα της, εκτός αν είχε του χοίρου την αδιαντροπιά και την αναισθησία. Όταν όμως αντίκρυσε τον Μανώλην η οργή της κατέπεσεν. Ούτω συνέβαινε πάντοτε. Δεν ηδύνατο να θυμώση με αυτόν τον άνθρωπον.

Έπειτα απίθωσαν τα γυαλιά τους απάνω στα χερόγραφα, λες κ' ήθελαν να δείξουν πως για τέτοια μελέτη τους ήταν άχρηστα. Ο Αλαμάνος σηκώθηκε από τη θέση του κ' έτρεξε στο παράθυρο. — Α! είπε, μόλις αντίκρυσε κάτω· βλέπω τη Δήμητρα, ίδια τη Δήμητρα να χύνη τους καρπούς άφθονους στον εκλεκτό της. Φτάσανε κ' οι άλλοι κ' εστριμώνονταν ποιος να ιδή καλήτερα στον κήπο.

Έως τώρα έχει ερωτευθή με όλες μου της φιλενάδες και ξεερωτεύθηκεν. Για θυμηθήτε την Ελένη. Θα σκοτόνουνταν, θάφευγε, θα σκότωνε τον αρρωβωνιαστικό της. Έ μ μ α. Και τώρα εξακολουθεί να την αγαπά. Προχθές, όταν την αντίκρυσε κάτω, έγινε κίτρινος σαν το πανί. Αυτήν την αγαπά ακόμη, σας το βεβαιόνω εγώ. Λ έ λ α.

Έκανε τώρα να γυρίση πίσω, λαχανιασμένη, μόλις σέρνοντας τα πόδια της, κ’ έξαφνα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γειτόνισσα απ’ τον κάτω δρόμο, την Κερ-Αριστείδαινα, πούτον αδερφή της χήρας του δικαστικού κλητήρα που κατοικούσε πλάι, κ’ ερχόταν κι αυτή να ρίξη τα σκουπίδια της. Καλέ κορίτσι μου, της λέει εκείνη μόλις που την αντίκρυσε, τρελλάθηκες, στην κατάσταση που βρίσκεσαι, να σηκώνης κοτζάμ κασσόνι και να το κουβαλάς μισή ώρα δρόμο ! Δεν πας να δης στον καθρέφτη τα χείλια σου πως γινήκανε!

Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι, ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε κατόπιν, ότι ετρόμαξετην φοβερήν οργή μου. και τους άλλους συντρόφους μουτο δώμα της η Κίρκη έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι, και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450 και όλους καλά τους ηύραμετα μέγαρα 'που ετρώγαν και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον, έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει, και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει, ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460 όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη, ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα, την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι, της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας, απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465

Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν. Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ' έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν