United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Οι δε Πελοποννήσιοι και οι Αμπρακιώται ήσαν παραταγμένοι ανάμικτοι, πλην των Μαντινέων, οι οποίοι ήσαν συνηθροισμένοι προς το αριστερόν κέρας, αλλ' όχι εις την άκραν, την οποίαν κατείχεν ο Ευρύλοχος και οι μετ' αυτού, οι οποίοι ήσαν απέναντι των Μεσσηνίων και του Δημοσθένους.

Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω, κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν, κ' εκείνοι έπεσαντα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι• ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195 και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν. και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι, το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι, οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200

Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν. και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230 και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι• έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην. και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει, και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235 φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα. και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούςταις χειρομάνδραις. κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν, και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240

Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαντους λόγους μου, αλλά μόνος ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων, κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430 «άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθοτην φθορά σας, της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνηεμάς όλους χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων, να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι, ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435 οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας• ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».

Ο δε Ευρύλοχος και οι μετ' αυτού, μαθόντες ότι εισήλθεν εις την πόλιν στρατός και ότι ήτο αδύνατον να την κυριεύσουν διά της βίας, ανεχώρησαν όχι εις την Πελοπόννησον, αλλ' εις την Αιολίδα, την σήμερον ονομαζομένην Καλυδώνα και Πλευρώνα, εις τα περίχωρα αυτής και εις το Πρόσχιον της Αιτωλίας.

Ότε δε όλα ητοιμάσθησαν και οι όμηροι αφέθησαν φυλαττόμενοι εις το Κυτίνιον το Δωρικόν, ο Ευρύλοχος επροχώρησε μετά του στρατού κατά της Ναυπάκτου διά των Λοκρών, και καθ' οδόν εκυρίευσε τας πόλεις του Οινεώνος και του Ευπαλίου, αι οποίαι είχον αρνηθή να ενωθούν μετ' αυτού.

Και ο μεν Ευρύλοχος πεισθείς και αποπέμψας τους Αιτωλούς έμεινεν ησυχάζων μετά του στρατού κατά τους τόπους εκείνους, μέχρις ου θα ήρχετο ο καιρός να ενωθή με τους Αμπρακιώτας, οίτινες είχον αναχωρήσει διά να πολιορκήσουν το Άργος. Και το θέρος ετελείωνε τότε.

Τούτων πεντακόσιοι ήσαν εκ της εν Τραχίνι πόλεως Ηρακλείας, νεοκτίστου τότε ούσης· αρχηγός δε της εκστρατείας ταύτης ήτο ο Σπαρτιάτης Ευρύλοχος, τον οποίον συνώδευον οι Σπαρτιάται Μακάριος και Μενεδάϊος.

Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξατον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40την μάχη, κ' είχαν τ' άρματατο αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροιτον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50