United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45 «Μητέρα, μητα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, 'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, και τάξουόλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50 ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. κ' εγώ θα πάωτην αγορά τον ξένον να καλέσω, κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα• με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».

Ο Αμλέτος μανιακός εφόνευσε τον γέρον Πολώνιον, κ' έσυρε το σώμ' απ' το δωμάτιον της μητρός του· θα πάτ' ευθύς να τον ευρήτε μ' εύμορφον τρόπον, και θα φέρετε το πτώματο παρεκκλήσι· ω φίλοι, μην αργοπορήτε.

ΠΝΕΥΜΑ Μη λησμονής· δεν ήλθα ειμή διά ν' ακονίσω την γνώμην σου 'πού κάπως εστομώθη, ως βλέπω. Την μητέρα σου κύττα πώς την πήρε ο τρόμος· συ πρέπει ανάμεσον αυτής και της ψυχής της, οπού την πολεμεί, μέρος ευθύς να λάβης. Εις σώμ' αδύνατο σφοδρήν ενέργειαν έχει η φαντασία· τώρ', Αμλέτε, ομίλησέ της. ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς είσαι, δέσποινά μου;

Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, όμοια και αυτούτην κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· καιτην μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 «Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γη την πατρική του; 170 αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω και μόνος· ότι σίδερον έχειτα σπλάνα εκείνη».