Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 «Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; 170 αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη».
Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, 'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, 'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, 'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω. ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν