United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκύλο το κράζουν Κυνηγού και πιο λαμπρά 'ναι απ' όλα, όμως στον ουρανό κακό σημάδι 'ναι στημένο, 30 τι θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ σα βγαίνει· έτσι, σαν έτρεχε, ο χαλκός του ξάστραφτε απ' τα στήθια.

Ο σκύλος έχει ένα γυαλιστερό, παστρικό τρίχωμα, που τον σκεπάζει ως τα ρουθούνια. Το μούτρο του είναι εύθυμο και γελαστό, και το μάτια του γυαλίζουν κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο και ζητεί να τους ομορφήνη και τους δύο. Ο ζητιάνος όμως φαίνεται σαν να κρυώνη, και το φως, που τον λούζει, τον κάνει ασχημότερο.

Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Η μαμά δεν ήθελε να πη κακό για το σκύλο, προσπαθούσε μόνο να τον πείση πως ο σκύλος δεν μπορεί ποτέ να είναι το ίδιο μ' έναν άνθρωπο. Του έλεγε όσα μπορούσε να του πη. Ο Σβεν την αγκάλιαζε και της έταζε πως δε θα ξαναφύγη και δε θα ξανακάμη τη μαμά να λυπηθή.

Τότε και ο Κτήσιππος διακόψας·Αλλά και με τον ιδικόν σας πατέρα, είπε, δεν συμβαίνει το ίδιον; δεν είναι και αυτός άλλο πράγμα από τον πατέρα μου; — Καθόλου, απήντησεν ο Ευθύδημος. — Αλλά τότε λοιπόν είναι ο ίδιος; — Ο ίδιος βεβαία, — Να σου πω, δεν θα το επεθυμούσα καθόλου· αλλά δεν μου λέγεις, Ευθύδημε, εδικός μου μόνον πατέρας είναι, ή και των άλλων ανθρώπων; — Και των άλλων, απεκρίθη· τι θα ήθελες τάχα; να είναι ο αυτός πατέρας και να μην είναι: — Έτσι ενόμιζα εγώ, είπεν ο Κτήσιππος. — Πώς; θέλεις ο χρυσός να μην είναι χρυσός, ή ο άνθρωπος να μην είναι άνθρωπος: — Πρόσεξε, Ευθύδημε, του είπεν ο Κτήσιππος, μήπως δεν συνάπτεις, καθώς λέγει η παροιμία, λινάρι με λινάρι· διότι, αλήθεια, θα ήτο τερατώδες το πράγμα, αν ο πατέρας σου ήτο πατέρας όλων των ανθρώπων. — Μα είναι. — Αλλά, είπε πάλιν ο Κτήσιππος, μόνον των ανθρώπων πατέρας είναι, ή μήπως και των ίππων και όλων των άλλων ζώων; — Όλων, απεκρίθη. — Μήπως και η μητέρα σου το ίδιον; — Βέβαια και η μητέρα μου. — Και όλων των αχινών λοιπόν της θάλασσας θα είναι μητέρα η μητέρα σου. — Και η δική σου. — Και συ επομένως είσαι αδελφός με τους κωβιούς και με τα σκυλάκια και με τα γουρουνάκια. — Όπως και εσύ. — Προσέτι δε έχεις πατέρα και τον σκύλο. — Απαράλλακτα και συ. — Αμέσως ημπορώ, είπε και ο Διονυσόδωρος, να σε κάμω να το ομολογήσης και ο ίδιος, φθάνει να μου αποκριθής· λέγε μου, σε παρακαλώ, έχεις σκύλο; — Ναι, και πολύ κακορρίζικο. — Έχει και κουτάβια; — Σαν τη μάννα τους κι' αυτά.

Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.

Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.

Κι' έκραξε ο γέρος, κι' άπλωνε σπαραχτικά τα χέρια «Έχτορα, μη μου καρτεράς, παιδί μου, αφτό το σκύλο μονάχος έτσι αβοήθητος, μη χάσεις τη ζωή σου, παιδί μου, απ' το κοντάρι του, γιατί είναι ανότερός σου... 40 τ' άγριο θεριό! που έτσι οι θεοί τόση όση εγώ ναν τούχαν αγάπη!

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.