Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τότε και ο Κτήσιππος διακόψας·Αλλά και με τον ιδικόν σας πατέρα, είπε, δεν συμβαίνει το ίδιον; δεν είναι και αυτός άλλο πράγμα από τον πατέρα μου; — Καθόλου, απήντησεν ο Ευθύδημος. — Αλλά τότε λοιπόν είναι ο ίδιος; — Ο ίδιος βεβαία, — Να σου πω, δεν θα το επεθυμούσα καθόλου· αλλά δεν μου λέγεις, Ευθύδημε, εδικός μου μόνον πατέρας είναι, ή και των άλλων ανθρώπων; — Και των άλλων, απεκρίθη· τι θα ήθελες τάχα; να είναι ο αυτός πατέρας και να μην είναι: — Έτσι ενόμιζα εγώ, είπεν ο Κτήσιππος. — Πώς; θέλεις ο χρυσός να μην είναι χρυσός, ή ο άνθρωπος να μην είναι άνθρωπος: — Πρόσεξε, Ευθύδημε, του είπεν ο Κτήσιππος, μήπως δεν συνάπτεις, καθώς λέγει η παροιμία, λινάρι με λινάρι· διότι, αλήθεια, θα ήτο τερατώδες το πράγμα, αν ο πατέρας σου ήτο πατέρας όλων των ανθρώπων. — Μα είναι. — Αλλά, είπε πάλιν ο Κτήσιππος, μόνον των ανθρώπων πατέρας είναι, ή μήπως και των ίππων και όλων των άλλων ζώων; — Όλων, απεκρίθη. — Μήπως και η μητέρα σου το ίδιον; — Βέβαια και η μητέρα μου. — Και όλων των αχινών λοιπόν της θάλασσας θα είναι μητέρα η μητέρα σου. — Και η δική σου. — Και συ επομένως είσαι αδελφός με τους κωβιούς και με τα σκυλάκια και με τα γουρουνάκια. — Όπως και εσύ. — Προσέτι δε έχεις πατέρα και τον σκύλο. — Απαράλλακτα και συ. — Αμέσως ημπορώ, είπε και ο Διονυσόδωρος, να σε κάμω να το ομολογήσης και ο ίδιος, φθάνει να μου αποκριθής· λέγε μου, σε παρακαλώ, έχεις σκύλο; — Ναι, και πολύ κακορρίζικο. — Έχει και κουτάβια; — Σαν τη μάννα τους κι' αυτά.

Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο, Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα, Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες, Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια, Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια, Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.

Όταν πέταξαν τα κουτάβια στο φάραγγα, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε πάθει τίποτες από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε να ζήση ένα ολάκαιρο μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός, ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια, πέρασε από το μέρος εκείνο, που βρίσκονταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο Γκεσούλης μας είτανε ζωντανός ακόμα και γουρλιώνταν το καημένο το ζώο από την πείνα κι' από το κρύο, και βλέποντάς το να παραδέρνη έτσι μόνο του μέσα στην ερημιά, το λυπήθηκε και τώμασε από καταγής και τόβαλε μέσα στο κυνηγοσάκκουλό του.

Και των καπετανέων και των αλλωνών. Όλα τα σκυλιά. Κ' εδώ κι' απάνω στους μαχαλάδες. Και τα μαντρόσκυλα και τα μικρά τα κατσαρομάλλικα, τα στρίγγλικα και τα κουτάβια. Όλα να τα συμμαζέψουνε. Να μη με βρίζουνε σαν πηγαίνω το δρόμο μου. Δεν κοτάω να περάσω από γειτονιά.

Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να σου δώση τη ρετσέτα της πήτταςΑυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει μυστική· την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν τρελλάθηκε να μας μάθη την τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει καλφάδες. — Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν