United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα στήθια του από ολόβολο κοτρώνι ξαλαφρώσαν, Της αχνισμένης όψης του σφογγάει τον κρύον ίδρω, Παίρνει βαθύν ανασασμό μες οχ τα φυλλοκάρδια.

Και τ' άξιο παλληκάρι, Που πολεμάει για του Χριστού την Πίστι, για Πατρίδα. Όσο που νοιώθειτην καρδιά αίμα και μια ρανίδα, Δεν σου τη δίνει την τιμή, που είνε...τάρματά του Κ' ένα κοτρώνι να βρεθή αν τύχη από 'μπροστά του· Όσο που 'λίγο να κρυφτή, είνε με μιας λιοντάρι, Που αν 'δή, κλεισμένοτη σπηλιά, την υστερνή του ώρα. Χύνεται 'σάν την αστραπή, κι αλληάεκειόν που πάρη!

Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο, Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα, Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες, Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια, Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια, Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κ' όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ.

Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο, Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος, Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου; Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι, Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι, «'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη »Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, »Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το »Και νικητής σαν έγυρεεμένα πάλιν ήρθε »Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα.

Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση, την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδηση, την συνέφερα εγώ.

Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.