United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα νίκης τρόπαιο στήνεις την κορφή σου, αγγίζοντας το μαύρον ουρανό, μα ως να φωλιάζη θλίψη στην ψυχή σου, σκοτεινιασμένο μένεις, σιωπηλό. Μόλις τολμά αεράκι να σε γγίξη, να σαλέψη στους κόρφους σου πουλί· μόνο, ως να θέλη ακόμα να σε ρίξη, το νερό κάτωθέ σου αφρομανεί. Περήφανο, βαρύ, συννεφιασμένο, μέγα δέντρο, όπως τώρα σε θωρώ, κόσμος ακέριος! μέσα σου κλεισμένο κρατείς για με μεγάλο μυστικό.

Και τ' άξιο παλληκάρι, Που πολεμάει για του Χριστού την Πίστι, για Πατρίδα. Όσο που νοιώθειτην καρδιά αίμα και μια ρανίδα, Δεν σου τη δίνει την τιμή, που είνε...τάρματά του Κ' ένα κοτρώνι να βρεθή αν τύχη από 'μπροστά του· Όσο που 'λίγο να κρυφτή, είνε με μιας λιοντάρι, Που αν 'δή, κλεισμένοτη σπηλιά, την υστερνή του ώρα. Χύνεται 'σάν την αστραπή, κι αλληάεκειόν που πάρη!

Σαν τα λουλούδια που κλείνομε για χρόνια μέσα στα παλιά σκονισμένα βιβλία. Αν το αγγίξωμε όμως θα γίνη στάχτη. Δεν είμαι εγώ που θαπλώσω τα δάχτυλά μου απάνω του. Ας μείνη κλεισμένο για πάντα. ΦΛΕΡΗΣΔεν εννοώ τίποτε, Βέρα. Μιλάς σα Σίβυλλα. ΒΕΡΑΑλλοίμονο. Μιλώ καθαρά και σκληρά. Ας μείνη έρημος ο βωμός της Αγάπης, όταν δεν έχη κανείς να προσφέρη πια μιαν ώμορφη θυσία. Μια ώμορφη θυσία!

Ο Μόρχολτ έμοιαζε με γεράκι κλεισμένο στο κλουβί μαζύ με μικρά πουλάκια: όταν μπη εκεί μέσα όλα σωπαίνουν. Ο Μόρχολτ μίλησε για τρίτη φορά. «Αί λοιπόν, ωραίοι άρχοντες της Κουρνουάλλης, αφού αυτή η απόφασις σας φαίνεται πειο τιμητική, βάλτε τα παιδιά σας στον κλήρο και θα τα πάρω. Αλλά όμως δεν πίστευα ότι αυτός ο τόπος κατοικείται μοναχά από σκλάβους».

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν. ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης ό,τι σου είπα. ΟΦΗΛΙΑ Μες την μνήμην μου κλεισμένο είναι, και το κλειδί της κράτει συτο χέρι. ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε; ΟΦΗΛΙΑ Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, — μη βαρύνης.

Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο.

Ήταν μια ζηλειάρα, και είδε που ο άνδρας της είχε ένα γυναικείο καύκαλο κλεισμένο μέσ' το αρμάρι του, απ' την μανία της το έρριξε στο φούρνο και τόκαψε, κι' ο άνδρας της το είχε φυλάξει από περιέργεια, επειδή ήταν μάντις, κ' εγνώριζε να διαβάζη τα μυστικά γράμματα του ριζικού, και απόρησε σαν τι έμελλε να πάθη αυτό το κούτελο· κ' εκείνη, απ' τη ζήλεια της επίστεψε πως ήταν της παληάς αγαπητικιάς του, και σαν το είδ' εκείνος ύστερα που κάηκε, εκατάλαβε γιατί επάνω στο κούτελο ήτον γραμμένο· «έπαθα, τάπαθα· τα πάθω μέλλω

Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.

Κάμποσες φορές κιντύνεψε να πιαστή, μα τονέ γλύτωναν πάντα οι πιστοί του. Λες και τ' αφρόγαλα της ορθόδοξης ρωμιοσύνης είταν τότες κλεισμένο μέσα σ' αμέτρητα ρημητήρια, και μαζί του κι ο αρχηγός της. Λες και δεν κοτούσε να φανή το Έθνος στον κόσμο και να τα χαρή ακόμα τα καλά που του τοίμασε του Κωσταντίνου το λάβαρο.

Δεν έβγαζ' ένα λόγο τρυφερό, τα ρήματα, αι πτώσεις και τα γένη δεν τάφιναν για έρωτα καιρό, κι' εκείνη σπαρταρούσε λιγωμένη . . . η καϋμένη! Μα είδε δα κι' αυτή πως χωρατά σε δάσκαλο δεν πάνε σαστισμένο, κι' έπαυσε χάδια πια να του ζητά, και μόνο του τον άφινε κλεισμένο . . . τον καϋμένο!