United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στου χωριού τα σύγυρα, στα παρακήπια πέρα, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, και από της Θειά-Χρηστίτσας το φτωχικό ξωμάχι ξέμακρα, ανάπλαγα στο λόγκο τον πυκνό, στη ρίζα μιανής φράχτης· αργό κι ανάριο, πουπουλένιο, σπιθωτό αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να στρώση απάνωθέ της πλάκα μαρμαρόχυτη, λεφκή σαν την αγγελική καθάρια την ψυχούλα της, που σε μια νύχτα σκοτεινή ήρθε να ιδή τον κόσμο, και σε μια νύχτα πάλι σκοτεινή, δίχως να ιδή το φως ούτε στιγμή, τον άφησε·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να κρύψη, να ζεστάνη μες τους κόρφους του, θερμότερους απ του πατέρα της την άσπλαχνην αγκάλη, τ' αθώο παγωμένο μνηματάκι της μικρούλας της νεκρής·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να χώση μες τα τρίσβαθα τα Τάρταρα, αβλόγητον και αβάφτιστον αμαρτωλόν καρπό, της αμαρτίας της διπλής, πατέρα δυο φορές αμαρτωλού, που από της μαβρομάνας την κοιλιά και την αγκάλη το άρπαξε, για να το βάλη το άφταιγο μωρό συζώντανο στη σπλαχνική την παραμάνα όλων μας. .

Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα και το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.

— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.

Τη δείχνει, ορθή που στέκεται, κορμί πανώριας κόρης, Οπώχει σκόρπια τα μαλλιά και χαλασμένες πλέξες, Οπώχει κόρφους ανοιχτούς, πώχει ποδιά λυμένη Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα μαύρα Μυρτιάς, αρείκης θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα. Τη λέγουν «Χρύσω» οι πιστικοί που γύρω εκεί σταλίζουν.

Πέρα ο κάμπος πρασίνιζε. Έπαιζαν οι δροσοσταλίδες σαν φωτεινές ψυχές πέραδώθε γοργοκίνητες. Τα ποτάμια έλαμπαν και χύνονταν σαν λεπίδες μπηγμένες στις μάννας γης τους κόρφους για να την δροσίσουν και σύγκαιρα να την αναγκάσουν να χύση τους θησαυρούς της. Τα δασωμένα βουνά φαίνονταν κοιμισμένα κάτω από τη διάφανη γάζα της ομίχλης.

Τότες οι πολεμόχαροι Αργίτες μες στο κάστρο τους Τρώες πίσω θάκλειναν τρομοκυριεμένους, ανίσως κι' ο λεβέντης γιος του βασιλιά Πριάμου, 75 ο Έλενος, ο πιο βαθύς απ' τους προφήτες όλους, δεν πάγαινε στον Έχτορα να πει και στον Αινεία «Αινεία κι' Έχτορα, επειδής σ' εσάς απάνω στέκει απ' όλους πιο πολύ η δουλιά, και Τρώες και Λυκιώτες, σαν που σε κάθε ανάγκη μας, θες συντυχιά θες μάχη, είστε ολονών αξιότεροι, σταθείτε αφτού κι' ολούθες 80 τρέξτε, και το λαό μπροστά στις πόρτες σταματήστε, πριν πάλι φύγουν και χωθούν στων γυναικών τους κόρφους και καταντήσουμε όλοι μας ρεζίλι των οχτρών μας.

Την είχα δει με τεράστια κύματα μεγαλωμένα από την παιδική φαντασία ως το αφάνταστο. Είχα δει τα φύκια, τις μέδουσες και τα θαλασσινά αστεράκια, ολάκερη την πλούσια ζωή του βυθού στους ρηχούς κόρφους και κοντά στους σταχτιούς σκοπέλους.

Και πέρα ακόμα, ακόμα πέρα, μες απ του λόγκου τα σκοταδερά τρίσβαθα που ίσκιοι βαριοί τα πλάκωναν και φεγγάρι δεν τα διαπερνούσε, άπλωνε ολόγυρα, στους κρύους της νύχτας κόρφους βαθυηχούσε θλιβερό, νανουριστό, πένθιμο, κλαψερό το μυστικό παράπονο του Γκιώνη·Γκιω! Γκιωώ! Γκιωωώ ! .

Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια, Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδουτην Ελλάδα 'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα, 'Σάν σύγνεφο που ανοίγει Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει, Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά, Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάειτη Στερηά, 'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.

Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κ' οι άνθρωποί του γυρίζουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!... Εκείνη άρπαξεν αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της κ' επήραν τον δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα έκρυψε τα βήματά τους από το άγρυπνο μάτι των κατασκόπων. Αλλά τα αίματα των παιδιών και η φωνή των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.