United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκοπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή.

Πρέπει τώρα να του χτίσουμε γρήγορα καμιά πόλη καινούρια, περίφημη σαν την πρώτη που είδε ξαναμορφωμένη σαν τον ποταμό, για να καμαρώση το ποτάμι και τα δικά μας τα μεγαλεία. Την πρώτη πόλη ο ποταμός πια δε θα την ξαναδιή· για τούτο πρέπει σήμερα να κάμουμε πόλη δική μας, γιατί σ' αφτό τον κόσμο που γίνουνται όλα τα πράματα, ένα μόνο δεν μπορεί να γίνηνα παν πίσω τα ποτάμια.

Είχε και δύο ή τρία «πατήματα» ή «ψαθιά», καθαρώτατα, στρωμένα κατ' αποστάσεις, ανά έν ήμισυ βήμα, όπως ρίπτουν εις τα ποτάμια και τα περάματα των χειμάρρων λίθους εδώ-εκεί κατά πλάτος του ρεύματος, διά να πατήτουν· επάτει εις αυτά και μετ' ευλαβείας επλησίαζεν εις το εικονοστάσιον, διά να εκπληρώση τα προς τους Εφεστίους χρέη.

Αρέθουσα, σ' αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά, ποτάμια». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.

Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης; Ποιος ξεύρει.

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Πούν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως ταπόψε, κόπησαν οι ελπίδες μ'!... Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές χιόνια... Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήση άλλο, αλλ' ακούμπησε τες πλάτες της στον τοίχο κι' αφαιρέθηκε μονάχη της.

Και δεν φοβούμαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους βάλτους, τα ποτάμια, θα τρέξω σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια. Σε ποταμούς και σε λακκιές, κι’ όσα διατάζεις όλα Θα σου τα φέρω ανέλλειπα, κι’ απανωθιό στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο, Μον να μου πης πού θα σε βρω και πού θα σε συντύχω.

Μέσα στα ποτάμια έβλεπες καράβια ν' αρμενίζουν με άξιους κ' ευτυχισμένους ναύτες και στις λαγκαδιές βαθειά, ασπρόμαλλα κοπάδια να δροσολογιώνται τόσο, που επρόσμενες ώρα την ώρα ν' ακούσης τα κυπριά να κουδουνίσουν και τη φλογέρα του βοσκού τους να γλυκολαλή.