United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε και δύο ή τρία «πατήματα» ή «ψαθιά», καθαρώτατα, στρωμένα κατ' αποστάσεις, ανά έν ήμισυ βήμα, όπως ρίπτουν εις τα ποτάμια και τα περάματα των χειμάρρων λίθους εδώ-εκεί κατά πλάτος του ρεύματος, διά να πατήτουν· επάτει εις αυτά και μετ' ευλαβείας επλησίαζεν εις το εικονοστάσιον, διά να εκπληρώση τα προς τους Εφεστίους χρέη.

Και όταν εισήλθεν, εύρισκεν εις τας γωνίας όλας, υπό το εικονοστάσιον, παρά την εστίαν, εις τα μικρά χρωματιστά κιβώτια, εις την ξυλίνην τράπεζαν, παντού πέριξ, τόσας αναμνήσεις ευχαρίστους, χρυσάς αναμνήσεις, τας οποίας κατέσπειρεν από τριών ήδη μηνών καθ' ημέραν μετά του ανδρός της. Του ανδρός της, ο οποίος ακόμη δεν είχεν επιστρέψη από τον μύλον!

Αι κυρίαι, και αι τέσσαρες κατά σειράν, λαβούσαι ανά έν κηρίον ήλθον εις το εικονοστάσιον, άφησαν τα κηρία των χωρίς να τα ανάψωσινεφόρουν χονδρά και μακρά γάντιαέκυψαν με τους πλατείς προ του μετώπου των πετάσους ν' ασπασθώσι την Αποκαθήλωσιν , αλλά δεν ημπόρεσαν ένεκα του ξηρού πίλου των, και απεχώρησαν.

Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα.

Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν. — Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες; — Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε; — Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.

Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτύλιον του λίχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβύσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον. Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω της άκρας ηρεμίας. — Τ' είναι, μάνα; είπε. Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη την εκύτταξεν εις το φως του λυχναρίου.

Δεν επήρες τo τετραβάγγελο, Παπά, που σου είπα; ηρώτησεν ο Κουμπής. Ο Πάπας έμεινεν άφωνος. Ο γραμματεύς επανέλαβε. — Δεν πειράζει. Έχω τετραβάγγελο. Ήναψαν κηρία, ευρισκόμενα εκεί υπό το εικονοστάσιον. Ο Φαναριώτης εστάθη όπισθεν του ζεύγους. Ο Παπάς ήνοιξε μηχανικώς το μικρόν ευχολόγιον, ή αγιασματάριον, που εκράτει, και ήρχισε να διαβάζη με ψίθυρον φωνήν τας ευχάς της ανομβρίας.