United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της ημέρας εκείνης οι Τούρκοι εγένοντο επιθετικώτεροι. Αίμα εισέτι δεν εχύνετο, αλλ' αι ύβρεις, αι απειλαί, τα βλοσυρά βλέμματα, η επίδειξις των όπλων, ήσαν προοίμια επίφοβα της επερχομένης καταιγίδος. Διότι τα πράγματα εδεινούντο, και εξηπλούτο η επανάστασις.

Χτυπούσαν έναν ακάθαρτο γίγαντα συνάδελφό του που είχε την παλάμη μπροστά στα μάτια, κι' ύστερα σήκωναν το δάχτυλο λέγοντας: — Είμαι γω; — Δάσκαλε! Ο γίγαντας με τ' ασπράδια των ματιών του κόκκινα, ανόητα και βλοσυρά, σα μάτια σκύλου θυμωμένου, προσπαθούσε να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Δεν πετύχαινεν όμως ποτέ, γιατί οι άλλοι του λέγαν όλο ψέματα. Ύστερα φωνάζανε πάλι: — Βαράτε το φούρναρη.

Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε. Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου.

Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάνα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινα εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της. — Τι να πω κ' εγώ, η καϋμένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ. — Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες! Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη. — Πού πας, μάνα; — Στα βουνά, σου είπα! . . . Δώσε μου λίγο παξιμάδι.

Έως εδώ είχε φθάσει εις την αφελή διδαχήν του ο γέρο-Πέτρος. Αίφνης την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γεωργάκης ανεσκίρτησεν, ανεσηκώθη αποτόμως, κ' ήρπασε την χονδρήν ράβδον, αγριελαιίνην ράβδον του γέροντος μοναχού. Ο γέρο-Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν, και τον είδεν έντρομος. Είχον εξογκωθή βλοσυρά τα όμματά του, αι τρίχες της κεφαλής του εφρικίασαν, και αφήκεν αλλόκοτον φωνήν: — Τι ήρθες εδώ;

Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτύλιον του λίχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβύσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον. Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω της άκρας ηρεμίας. — Τ' είναι, μάνα; είπε. Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη την εκύτταξεν εις το φως του λυχναρίου.

Τελειοτέραν ικανοποίησιν δεν ηδύνατο να προσδοκά η βλοσυρά γραία. Θα κλείση άρά γε τώρα το παράθυρόν της, ψιθυρίζουσα με ενδόμυχον ευχαρίστησιν: «Τους κακόμοιρους!» ή θα περιμένη να ίδη και τα αμερικανικά παράλια βομβαρδιζόμενα και ν' απολαύση εις την ξηράν την τραγωδίαν, ην εχειροκρότησεν εις το πέλαγος;