United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα την αλήθεια, θάδινα στο νικητή να διαλέξη από τα πλούτη μου ό,τι θα θεωρούσε πειο πολύτιμο. Αλλά κανείς δε θα τολμήση να τα βάλη με το γίγαντα. — Να λόγια θαυμάσια, ξανάπεν ο Τριστάνος. Αλλά σ' έναν τόπο μόνο με την τόλμη έρχεται το καλό· και για όλο το χρυσάφι της Παβίας, δε θα παραιτιώμουνα από την επιθυμία μου να πολεμήσω το γίγαντα.

Κύτταξε το σπαθί του: δεν ξέρεις ότι αυτό το σπαθί, μεγεμένο, έκοψε τα κεφάλια των πειο τολμηρών μαχητών; — τόσα χρόνια τώρα που ο Βασιλιάς της Ιρλανδίας στέλνει το γίγαντα στους υποτελείς τόπους για να πηγαίνη τα μηνύματά του; Κοκόμοιρε το θάνατό σου γυρεύεις;». Ο άλλος συλλογιζότανε: «Σας ανάστησα, αγαπημένα παιδιά και αγαπημένα κορίτσια, για να γίνετε σκλάβοι; Αλλά μήπως ο θάνατός μου θα σας έσωζε τάχα;», Κι' όλοι σιωπούσαν.

Και αυτό το πηγάδι, το οποίον με τα μεγάλα και υψηλά χείλη του ωμοίαζε προς χάσκοντα διψαλέον γίγαντα, δεν απέδωσέ τι όταν έκυψε να το ερωτήση, ειμή τας ιδίας της λέξεις και τόσον διατόρους και παραμορφωμένας, ώστε ωπισθοδρόμησε με φρίκην νομίσασα ότι προήρχοντο από το φοβερό Στοιχειό.

Ο μικρός μάγκας είχεν ακούσει πολύ συχνά από παιδία μεγαλείτερα απ' αυτόν παμπόλλας διηγήσεις περί φαντασμάτων, το οποία έβγαιναν τακτικά την νύκτα εις το παλαιόν έρημον χωρίον, εν μέσω τόσων ερειπίων, επάνω εις τον βράχον τον υψηλόν, τον με θαλασσωμένα τα σκέλη γίγαντα, όπου η ηχώ των κυμάτων, το οποία εχόρευε μαινόμενος ο βορράς νύκτα και ημέραν, αντήχει εις τα καθίσματα των βράχων, κάτω, εις τα άντρα τα θαλάσσια.

Μα πώς να κάμη; Ο δούκας Γκιλαίν αγαπούσε τον Πτικρού περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, και κανείς δε θα μπορούσε, ούτε με παρακαλετά ούτε με πονηρίες, να τον καταφέρη να του το πάρη. Μια μέρα ο Τριστάνος είπε στο Δούκα: «Άρχοντα, τι θα δίνατε σε όποιον ήθελε ελευτερώσει τη χώρα σου από το γίγαντα Ούργκαν τον τριχωτό, που σας ζητεί τόσο βαρείς φόρους;

Οι αυγουστιανοί και το πλείστον των θεατών ήξευραν, ότι ο άνθρωπος εκείνος είχε πνίξει τον Κρότωνα και ψίθυρος ηγέρθη από βαθμίδος εις βαθμίδα. Οι θηριομάχοι, οι υπερβαίνοντες κατά πολύ το μέτριον ανάστημα, δεν ήσαν ποσώς σπάνιοι εν Ρώμη, αλλ' ουδέποτε μέχρι τούδε οι οφθαλμοί των Κουιριτών είχον ιδή γίγαντα τοιούτου αναστήματος.

Ο Βινίκιος ήρχισε να απευθύνη προς τον γίγαντα ερωτήσεις περί του πολέμου των Λιγειέων κατά του Βινικίου και των Σουήβων. Ο Ούρσος ενέδωσε χωρίς παρακλήσεις. — Όταν ο Καίσαρ έστειλε να αρπάσουν την Γαλλίναν, είπεν ο Ούρσος, ηθέλησα να επιστρέψω εις τα δάση μας, να καλέσω τους Λιγειείς εις βοήθειαν της θυγατρός του βασιλέως.

Αφτός εκεί ξαρμάτωνε το γίγα τον Περίφα, του Οχήσου γιο κι' ολόπρωτο των Αιτωλών κοντάρι· αφτόνε ο Άρης ξέγδυνε, και την περκεφαλαία τ' Άδη φοράει η θέϊσσα μην τύχει και τη νιώσει. 845 Μα το Διομήδη βλέποντας ο θνητοφάγος Άρης, αφίνει εκεί κοιτάμενο το γίγαντα Περίφα όπου τον πρωτοσκότωσε και τη ζωή του πήρε, κι' έτρεξε εφτύς ολόϊσα στο θαρρετό Διομήδη.

Εδώ και εκεί συριγμοί ηκούσθησαν. Μετ' αυτών ηνώθησαν φωναί καλούσαι τους μαστιγοφόρους. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αποκατεστάθη η σιγή, διότι ουδείς εγνώριζε τι θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, ούτε εάν κατά την κρίσιμον στιγμήν εκείνος θα ηρνείτο την πάλην. Η αναμονή δεν διήρκεσεν επί πολύ. Αίφνης ήχησεν ο οξύς τριγμός των χαλκίνων οργάνων.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.