United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήξευραν δε πλέον πώς να μεταχειρισθούν τον εαυτόν τους, διότι δεν ηδύναντο να βλέπουν τα προ των οφθαλμών των, και η μεγάλη βοή των πολεμίων τους ημπόδιζε να ακούουν τα προστάγματα. Ο κίνδυνος τους είχε περικυκλώσει από παντού και ουδεμίαν πλέον είχαν ελπίδα να σωθούν μαχόμενοι.

Αι τελευταίαι λέξεις ήσαν υπενειγμός της γνώσεώς του περί της παρουσίας του προδότου· διότι εγνώριζεν ότι εκείνοι μέχρι τούδε δεν ήξευραν ότι αι χείρες του Κυρίου της Ζωής είχον αρτίως νίψει τους πόδας του προδότου. Ω παράδοξος και ακαταμέτρητος άβυσσος ανθρωπίνης τυφλώσεως και αχαριστίας!

Μη απωθήσετε την σωτηρίαν ταύτην, η οποία σας προσφέρεται σήμερον καθώς και εις πάντα έχοντα ανάγκην· αλλ' ομοιωθέντες με τους άλλους, αντί να μένετε πάντοτε αμυνόμενοι κατά των Συρακουσίων, ενωθήτε με ημάς και αποδώσατε αυτοίς κακόν αντί κακού». Ταύτα είπε και ο Εύφημος, οι δε Καμαριναίοι δεν ήξευραν τι να αποφασίσουν.

Ήσαν πέντε μικρά, χωρίς πτερά ακόμη, τόσο μικρά, ώστε το τριμμένο ψωμί, το οποίον επροσπάθησε να τους δώση να φάγουν η Φωτεινή, δεν ήξευραν να το καταπιούν! — Αν τ' αφήσω εδώ, καμμία αλεπού από το βουνόν, κανένα φίδι, θα τα φάγουν εξάπαντος, συλλογίζεται με ανησυχίαν· πρέπει να τα βάλω πάλιν υψηλά επάνω εις το δένδρον, αλλά πώς; .... Πολλήν ώραν εσυλλογίσθη η μικρά κόρη, αλλ' επιτέλους το ηύρε.

Κύριε, πρέπει να πλήξωμεν διά μαχαίρας; ηρώτησεν ο Πέτρος, ο μόνος όστις έφερε μάχαιραν· διότι εντός του κήπου ευρισκόμενοι, οι Απόστολοι δεν ήξευραν ακόμη τον αριθμόν των διωκτών. Ο Ιησούς δεν απήντησεν εις το ερώτημα. Ο ίδιος εξήλθε του περιβόλου διά ν' αντιμετωπίση τους διώκτας Του.

Δεν σου έγραψα μια φορά για ένα παλληκάρι του χωριού, ευθύς ως ήλθα εδώ; Τώρα ερώτησα πάλιν γι' αυτόν εις το Βαλάιμ· μου είπαν πως εδιώχθηκε από την υπηρεσίαν, και όλοι υποκρίνοντο ότι δεν ήξευραν τίποτε περισσότερο γι' αυτόν.

Αφού ο βασιλεύς με θαυμασμόν εθεώρησεν εκείνα τα ψάρια αρκετήν ώραν, στρέφεται προς τους μεγιστάνας του, και τους λέγει· αν είναι δυνατόν να μην ήξευραν αυτοί εκείνην την λίμνην τόσον πλησίον της πολιτείας· και όλοι απεκρίθησαν ομοφώνος ότι ούτε ήκουσαν ποτέ τέτοιον πράγμα.

Όταν εχάθη μακρυά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε ν' ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαϊδούσαν εις τ' αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της.

Έβηξεν ολίγον, επλησίασε το κάθισμά του και εξηκολούθησε: — Αν ήξευραν οι άνθρωποι την αξίαν των δένδρων και των φυτών, έπρεπε να φυτεύουν παντού, να μην αφήσουν χωράφια, πλατείας, δρόμους, να γίνη ο κόσμος, όπως κατά τους πρώτους αιώνας, δρυμός μέγας.

Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.