United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.

Πώς να τολμήσω τώρα πια να μπω σ' αυτό το σπίτι; ποιός τώρα θα με υποδεχθή και θα με χαιρετίση με λόγια γλυκομίλητα; Που να στραφώ; Ερημία είναι παντού, μέσα στο σπίτι τώρα και θα με διώχνει, έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που εκάθητο εκείνη.

Ο δε Ιησούς ανέκλινε την κεφαλήν επί το προσκεφάλαιον, ήτοι το βόρσινον κάθισμα του πηδαλιούχου, και εκοιμήθη τον βαθύν ύπνον του κεκμηκότος, τον γαλήνιον ύπνον εκείνων, οίτινες είνε εν ειρήνη μετά του Θεού. Και αυτός ο ύπνος ο τόσον αναγκαίος, ήτο προωρισμένος ταχέως και βιαίως να διαταραχθή.

Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσειΤότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.

Και θα μισής την αγορά, θαπέχης κι' από τα λουτρά, στο κάθε πράμα πούν' αισχρό συ θα αισθάνεσαι ντροπή κι' όλος θανάφτης, αν κανείς λόγο πειραχτικό σου ειπή, και θα μισοσηκώνεσαι από το κάθισμά σου, όταν οι γεροντότεροι περνούν από μπροστά σου.

Ω! Θεέ μου, τι πρέπει να γείνη; Αφρίζων, παραλογιζόμενος, καταρώμενος έσεισα το κάθισμα, που εκαθήμην επάνω προηγουμένως, και το ετσάκισα επάνω εις το πάτωμα. Αλλ' ο θόρυβος εσηκώνετο πάντοτε, ο θόρυβος δεν έπαυσε ν' αυξάνη.

Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιλοξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ.

Είπε γελών ο ιδιοκτήτης του μεγάρου υποδεικνύων μοι και κάθισμα, ενώ ταυτοχρόνως ο ίδιος εξηπλούτο επί ενός σοφά.

Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη, και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡΓΩ Ωραία! ΠΡΑΞΙΝΟΗ Κάθισε τώρα. ΓΟΡΓΩ Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω. Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες· όπου κι αν στρέψης για να 'δής, παντού χλαμύδες βλέπεις. Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου.

Μετ' ολίγον εις το βαλανείον έμεινε μόνη η Ευνίκη. Εις μίαν στιγμήν, με την κεφαλήν σκυμμένην, η Ευνίκη ήκουσε τας απομακρυνομένας φωνάς, έπειτα έλαβε το εξ αμβάρεως ελεφαντόδοντος κάθισμα, εφ' ού εκάθητο προηγουμένως ο Πετρώνιος, και το έφερε προ του αγάλματος του κυρίου της.