Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν·Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα.

Πέραν του Αράξου, επελθούσης της νυκτός, ο Κύρος εκοιμήθη επί της γης των Μασσαγετών και είδε το εξής όνειρον. Τω εφάνη εις τον ύπνον του ότι έβλεπε τον πρεσβύτερον υιόν του Υστάσπους έχοντα εις τους ώμους πτέρυγας, η μία των οποίων επεσκίαζε την Ασίαν, η δε άλλη την Ευρώπην.

Εκοιμήθη η δυστυχής υπό την κυπάρισσον αντικρύ του ωραίου περιβολίου του συζύγου της, του συγκειμένου εξ ελαιώνος, αμπέλου και κήπου, το οποίον οι δανεισταί θα εξέθετον μετά ένα μήνα εις πλειστηριασμόν. Η μήτηρ της, διά των πραγμάτων, δεν είχε βραδύνει να της δώση απάντησιν εις την αφελή ερώτησίν της περί του «τι θα 'πή να φάη κι' άλλη ψωμί».

Ο Χίλων ησθάνθη μετ' ολίγον την δρόσον να τον διαπερά· ύστερον ηγέρθη και διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς την κατοικίαν του, εις την Σουβούρην, όπου τον ανέμενεν η δούλη, η αγορασθείσα διά των χρημάτων του Βινικίου. Εκεί συρθείς μέχρι του κοιτώνος του, ερρίφθη επί της στρωμνής και εκοιμήθη.

Του εφαίνετο ως να έβλεπεν ευχάριστον όνειρον και αυτή τον εξύπνησε διά να του αναγγείλη κάτι λυπηρόν και απαίσιον. Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη ύπνον ανήσυχον· η δε πλησίον κοιμωμένη μητέρα του τον ήκουσε να λέγη καθ' ύπνον: — Δε θέλω να μου λες κακά λόγια για την Πηγή, σούπα.

Ο μέγας Αλέξανδρος, ο τοσούτον βαθέως κοιμώμενος την προτεραίαν, δεν ενθυμούμαι τίνος μάχης, αμφιβάλλω αν την επιούσαν της νίκης εκοιμήθη.

Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον. Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας; ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε. Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα της, και ότι ήτο μόνη. Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα, απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου.

Ο βεζύρης εξεπλήρωσε την προσταγήν του· και την ερχομένην εσπέραν του έφερε την θυγατέρα ενός βαθμοφόρου στρατιωτικού, και εκοιμήθη με αυτήν ο βασιλεύς· και την αυγήν πάλιν επρόσταξε τον βεζύρην να την θανατώση, και να του φέρη άλλην το βράδυ.

Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα·Πατέρα! πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία . . . με την μητέρα μαζί! . . . Είπε και απέθανε! Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του . . . Κατόπιν απεσύρθη, κ' εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν . . .

Ο δε Ιησούς ανέκλινε την κεφαλήν επί το προσκεφάλαιον, ήτοι το βόρσινον κάθισμα του πηδαλιούχου, και εκοιμήθη τον βαθύν ύπνον του κεκμηκότος, τον γαλήνιον ύπνον εκείνων, οίτινες είνε εν ειρήνη μετά του Θεού. Και αυτός ο ύπνος ο τόσον αναγκαίος, ήτο προωρισμένος ταχέως και βιαίως να διαταραχθή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν