United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν·Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα.

Ότε ο ήλιος ανέτειλεν, εφορτώθημεν τους κοφίνους εκ νέου και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, εισήλθομεν δε άνευ δυσκολίας εις το χωρίον κατηυθύνθημεν προς την οικίαν του Ζενάκη. Δεν έκρυψεν ούτος την ευχαρίστησίν του ότε με είδεν εις την αυλήν του. ― Καλώς τον, ανέκραξε ! Τα εκαταφέραμεν λοιπόν χωρίς να σκαλώσωμεν ; Και ιδών όπισθεν μου τον Γιάννην με ηρώτησε τις είναι.

Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης. Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος.

Την επομένην ημέραν τα πλοία επανέλαβον τον κανονοβολισμόν, άμα ανέτειλεν ο ήλιος, και δεν έπαυσαν ειμή το εσπέρας.

Την αυγήν, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, βλέπει μίαν μεγάλην οικοδομήν ολίγον διάστημα ξέμακρα, και πλησιάζοντας εκεί είδεν ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, το οποίον ήτον οικοδομημένον από μάρμαρον διαφανές, σκεπασμένον όλον με κρυστάλλιον, οπού όλον εφαίνετο ένας καθρέπτης· και αφού το εθεώρησεν αρκετά έξωθεν, επλησίασεν εις την θύραν, την οποίαν, αν και ήτον ανοικτή, αυτός ενόμισεν εύλογον να κτυπήση· και αν και την εκτύπησε μίαν και δύο και τρεις φοράς και πολλάκις, ούτε φωνή ούτε ακρόασις.

Εις το τέλος μερικοί από τους Ίωνας, επειδή είχε βραδυάσει πλέον, αφού εδείπνησαν, έφεραν έξω καθένας το χαμόστρωμά τουδιότι ήτον θέρος τότεκαι ενώ εκοιμώντο εις την δροσιάν, συγχρόνως παρηκολούθουν αυτόν διά να ιδούν αν θα μείνη έτσι όλην την νύκτα. Και τωόντι έμεινεν έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος· έπειτα ανεχώρησεν, αφού προσευχήθη εις τον ήλιον.

Έβαλα ολίγην δύναμιν, και επιάσθην από κάποια ξύλα και κλωνάρια δένδρων, που η φύσις εφάνη να τα ετοίμασεν επί ταυτού διά να με βοηθήσουν· και μη δυνάμενος να περιπατήσω, έχοντας όλον μου το σώμα καταδαρμένον από την θάλασσαν, έπεσα επάνω εις την άμμον ημιθανής και έμεινα εκεί ακίνητος έως που ανέτειλεν ο ήλιος· αλλ' η θερμότης της άμμου μου έφερεν ολίγον ύπνον έως δύο τρεις ώρας.

Έτρεξα προς αυτούς, ανατριχιάζοντας έπιασα το χέρι της, και το εφίλησα. Μόλις είχαμεν ανέλθει, και η σελήνη ανέτειλεν πίσω από τον θαμνώδη λόφον· ωμιλούσαμεν περί ποικίλων, και ανεπαισθήτως ήλθαμεν πλησιέστερα εις τον σκοτεινόν κύκλον.

Αλλά θείε Όσιρι, θα τοις ανταποδώσω τα ίσα, σου το ορκίζομαι, μα τας φλόγας, αι οποίαι κατατρώγουν την πόλιν. Έξω είχε νυκτώσει. Ο φωτοστέφανος της φλεγομένης πόλεως είχε πορφυρώσει τους ουρανούς μέχρι του άκρου του ορίζοντος. Παμμεγίστη ανέτειλεν η πανσέληνος. Η καιομένη Ρώμη εφώτιζεν όλην την Καμπανίαν.

Άμα ανέτειλεν ο ήλιος δύο άνθρωποι, εκείνους τους οποίους είχε στείλει ο Ιωχανάν ως απεσταλμένους επανέκαμψαν κομίζοντες την απάντησιν την οποίαν επί τόσον καιρόν ανέμενε. Την ενεπιστεύθησαν εις τον Φανουήλ ο οποίος έγινεν έξαλλος από χαράν. Ο Φανουήλ τότε τοις έδειξεν το απαίσιον αντικείμενον επί του πίνακος εν μέσω των λειψάνων του συμποσίου.