United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις η φουρνάρισσα μη βλέπουσα να έλθη κανείς να παραλάβη το χοιρίδιον, το οποίον ψηθέν ευωδίαζεν όλον τον φούρνον διαχέον γλυκύ άρωμα, ξηροψημένον και ξηροσκασμένον εδώ κ' εκεί, ώστε να υπολευκάζη η τρυφερά του επιδερμίς, επιδεικνύουσα ορεκτικώς την γαλακτώδη σάρκα, το παρέλαβε και το έφερε μόνη της εις την οικίαν του Μπάρμπα-Σταύρου και διά να μη πάθη τι εις τον φούρνον, αλλά κυρίως διά να μάθη θετικόν τι περί της διαδόσεως, η περίεργος.

Οι δε παρόδιοι φράκται διέχυνον συμμιγές άρωμα σχοίνου, συμπεπλεγμένου καλλιτεχνικώς μετ' αγιοκλήματος και βάτου και κομάρου και πρίνου του σκολιού με τας επί των ακανθωτών φύλλων μιζιθρίτσες του. Και όπου ο αγρός ην άσπαρτος, εκεί πλέον είχον αναφυή όλα τα αγριολούλουδα με τα αναρίθμητα χρώματά των.

Ο Τζατσίντο έμενε ακίνητος, καταβεβλημένος, ίσως μετανοιωμένος για την εξομολόγησή του, κι εκείνος δεν τόλμησε πλέον να ξαναμιλήσει. Η μυρωδιά του κρεμμυδιού ανακατευόταν με το άρωμα των φυτών τριγύρω, με του αμπελιού και του σμίλακα. Οι αλεπούδες ξαναπέρασαν. Ο Έφις δείπνησε, αλλά το ψωμί του φάνηκε πικρό.

Με την ανατολήν του ηλίου είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα μυστικόν, η ευωδία της τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα λαμπάδων και κηρίων έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων.

Πως ταύτα μεν να πληρώνονται πέντε φράγκα το κουτίον, οι δε εγκλείοντες το άρωμα και τον χυμόν του βουνού βολβοί, να ρίπτονται εις την θάλασσαν ή τους χοίρους, διά τον λόγον ότι δεν τους τρώγουν «ούτε τα πρόβατα, ούτε τα γίδια, ούτε τα γαϊδούρια, ούτε οι Αθηναίοι», ως μας έλεγαν οι χωρικοί.

Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελλά τραγούδια . . . Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου . . . Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακόκκινων, ο Μορφεύς ήλθε και μ' εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.

Οι άντρες ήταν πιο εκδηλωτικοί με τις γυναίκες παρασύροντάς τες στο χορό, και ο ήλιος που έριχνε λοξά τις ακτίνες του χρωμάτιζε ροζ το προαύλιο που βούιζε σαν κυψέλη. Με το λιόγερμα ο κόσμος συγκεντρώθηκε στην εκκλησία και χιλιάδες φωνές συγχωνεύθηκαν σε μια, όπως έξω συγχωνευόταν το άρωμα των θάμνων.

Τον δεύτερον μάλιστα εξετίμα πολύ, και αν ήτο εις το χέρι του, θα ετοποθέτει πρώτην, όχι την κάλπην του Αλικιάδου, αλλά την του Καψιμαΐδου, τον οποίον είχεν επονομάσει τις «το άρτυμα της παρέας των υποψηφίων». Εβεβαίουν, όσοι τον είχαν πλησιάσει, ότι τα ενδύματά του ή ο ίδρως του απέπνεαν πολύ άρωμα αφρογάλακτος και βουτύρου.

Αι οικίαι δύο χωρίων και μία μεγάλη μονή εφαίνοντο μακρόθεν, εις ικανήν απόστασιν. Ο αήρ της θαλάσσης, το άρωμα των σχίνων, η ταχυτέρα ως εκ της ασκήσεως κυκλοφορία του αίματος, τα πάντα συνετέλουν εις το να με ζωογονήσουν.

Πλην της ζηλείας και της δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εις έξαψιν του πόθου μου και η έκτακτος πολυτέλεια του εσωτερικού αυτής στολισμού, ο μεταξωτός στηθόδεσμος, τα κεντητά μεσοφόρια, τα ατλάζινα υποδήματα και το μεθυστικόν άρωμα της έριδος και της υλαγγυλάγκης.