United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τζατσίντο έμενε ακίνητος, καταβεβλημένος, ίσως μετανοιωμένος για την εξομολόγησή του, κι εκείνος δεν τόλμησε πλέον να ξαναμιλήσει. Η μυρωδιά του κρεμμυδιού ανακατευόταν με το άρωμα των φυτών τριγύρω, με του αμπελιού και του σμίλακα. Οι αλεπούδες ξαναπέρασαν. Ο Έφις δείπνησε, αλλά το ψωμί του φάνηκε πικρό.

Τους διέκριναν πράγματι από μακριά, ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και ωχρός, εκείνη μικρόσωμη και μελαχρινή, και οι δυο να κουβαλάνε τους κουβάδες που άστραφταν και πότε πότε χτυπούσαν ο ένας στον άλλο και το νερό ξεχειλίζοντας ανακατευόταν και έσταζε. Φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν τους κουβάδες και γελούσαν. Ο Έφις είχε ένα προαίσθημα.

Ο Έφις τιναζόταν σε κάθε χτύπημα και του φαινόταν πως τον λιθοβολούσαν, αλλά μάζευε τα κέρματα με κάποια απληστία, και η κατάληξη ήταν, μόλις τελείωσε το παιχνίδι, να μετανιώσει πάλι και να ντρέπεται. Στο μεταξύ οι γυναίκες προετοίμαζαν το γεύμα. Είχαν ανάψει φωτιά κάτω από ένα απομονωμένο δέντρο και ο καπνός ανακατευόταν με την ομίχλη.