Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Η Κυνεγόνδη δεν ήξερε, πως είχε ασκημήνει, γιατί κανείς δεν της τόχε πει: θύμισε στον Αγαθούλη τις υποσχέσεις του μ' ένα τόνο τόσο απόλυτο, που ο καλός Αγαθούλης δεν τόλμησε ν' αρνηθή. Δήλωσε λοιπόν στο βαρώνο, πως θα παντρευότανε την αδερφή του.
Είνε αξία προσοχής ένδειξις της ευλαβείας και του φόβου τον οποίον οι Απόστολοι ησθάνοντο προς τον Διδάσκαλόν των, το ότι ο Φίλιππος δεν «τόλμησε πάραυτα να εκτελέση το αίτημά των. «Έρχεται και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού.
Κι' ακόμα σα δεν άφινα εγώ να πολεμήσει και να σφαντάξει, τον καιρό που πήγε με μαντάτα στη Θήβα, έτσι ασυντρόφιαστος μες σε πολλούς Θηβαίους, παρά στον πύργο φρόνιμα να ξεφαντώνει τούπα, 805 αφτός με την ατρόμητη καρδιά του, σαν και πρώτα, ν' αντροκαλέσει τόλμησε τους πρώτους των Θηβαίων να βγουν στα χέρια, κι' όλους τους τους νίκησε, έναν ένα. 807 Μα εσένα εγώ σου στέκουμαι σιμά και σε προσέχω, 809 και πρόθυμα να πολεμάς τους Τρώες σε γκαρδιώνω. 810 Μα αν ίσως φόβος άκαρδος σ' έχει παγώσει εσένα ή κόπος πολυσάλεφτος στα ήπατα σού μπήκε, τότες δεν είσαι θρέμμα εσύ του τολμηρού Τυδέα.»
Ο άπρεπος λόγος — το πλάγιο χτύπημα — το βαμένο χαμόγελο — το μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησε — αυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπων — αυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία!
Εκατοστές καλλιτεχνήματα ξεσκούπισε από την Αθήνα κι απ' άλλους ναούς, και τάστελνε στην ξεγυμνωμένη του Ρώμη. Στους Δελφούς πάλε, που τόλμησε η Πυθία να τον ονομάση Ορέστη, που σκότωσε τάχα τη μάννα του, κατάργησε και το Μαντείο, αφού έσφαξε κάμποσους.
Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα.
Αυτά απάνου κάτου αντιπαρατήρησα του κριτικού σας, αγαπητή Κυρία• και ή δε θέλησε ή δεν τόλμησε να μου αντιμιλήση. Μπορεί και να τον έκαμα να το συλλογιστή. Τις πιο πολλές φορές ευκολώτερα θα συμφωνούσαμε οι συζητητές, αν προσέχαμε πιο πολύ στα λόγια των άλλων και πιο λίγο στα δικά μας. Στα λόγια τούτα βλέπετε την εντύπωση μου, ίσως πρόχειρη και ατελή.
Και της άλλες μέρες, καθώς συνέβη ν' αφήση ο Βασιληάς το Τινταγκέλ για να πάη στης δίκες του Σαιν-Λουβέν, ο Τριστάνος ξαναγύρισε στου Όρρι, και τόλμησε κάθε πρωί — με τον ήλιο! — να γλυστράη από τον κήπο ως της αίθουσες των γυναικών. Ένας σκλάβος τον έπιασε, κ' έτρεξε να βρη τον Αντρέ, τον Ντενοαλέν, και τον Γκοντοΐν. «Άρχοντες, το θερίο που το νομίζετε μακρυά ξαναγύρισε στη φωληά. — Ποιος;
Το πρώτο, που έκαμε, ήτανε να ρωτήση, αν ήτανε γυναίκα του λοχαγού. Το ύφος με το οποίον έκαμε την ερώτηση αυτή, ανησύχησε τον Αγαθούλη. Δεν τόλμησε να πη, πως ήτανε γυναίκα του, γιατί πραγματικά δεν ήτανε· δεν τόλμησε να πη, πως ήταν αδερφή του, γιατί επίσης δεν ήτανε.
Την ηύρε μοναχή και της είπε: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι εδώ. Τον είδα στον παραμελημένο δρόμο πώρχεται από το Τινταγκέλ. Τρεις φορές τον κάλεσα να σταθή, ξορκίζοντάς τον στ' όνομα της Ιζόλδης της Ξανθής. Μα τον είχε πιάσει φόβος, και δεν τόλμησε να με περιμένη. — Ψέμματα και τρέλλες λέτε, ωραίε άρχοντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν