Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Θέλω όμως να πω και κάτι άλλο….» «Μίλησε λοιπόν!», είπε η Νοέμι, αλλά με τέτοια περιφρόνηση που εκείνος πάγωσε. Παρ’ όλα αυτά τόλμησε: «Πιστεύω ότι θα του έκανε καλό εάν είχε δική του οικογένεια. Εάν αγαπάει πραγματικά εκείνο το κορίτσι….. γιατί να μην τον αφήσετε να την πάρει;….» Η Νοέμι πετάχτηκε επάνω, ακουμπώντας τα πόδια της που έτρεμαν στον πάγκο. «Σε πλήρωσε για να τα λες αυτά

Αφού είδε πως ο Άδμητος είχε νεκρόν στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε ναρθή να καταλύση. Έπειτα δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάη, αλλ' εζήτησε και άλλα να του φέρω. Επήρε εις το χέρι του το ξύλινο ποτήρι και ήρχισε μαύρο κρασί να πίνη ως που η φλόγα επότισε το σώμα του και τώκαμε καμίνι. Τότε με μύρτα εστόλισεν αμέσως το κεφάλι και ήρχισε να τραγουδή σαν σκύλλος που ουρλιάζει.

Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής. Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων, γευματιζουσών: — Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε! Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη συλλογή: — Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα!

Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, 480 μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάξει λιγάκι πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μια σταλιά τον ύπνο. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, κι' έκραξε των θεών βουλή ο βροντορήχτης Δίας ψηλά ψηλά στον Έλυμπο με τις πολλές ραχούλες.

Γ. Φιλάρετος έγραψε στο «Ριζοσπάστη» του άρθρο φλογερό εναντίο του και ζήτησε από τον τότε παντοδύναμο «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» την πάψη του γιατί τόλμησε, λέει να γράψει στη Δημοτική γλώσσα ενώ είτανε δημόσιος υπάλληλος! Ο κ.

Δείχνοντας τον, ρώτησε, «Κύριε, αυτός τι θα κάνει;» Η απάντηση ανέκοψε την επιπόλαιη περιέργειά του. «Εάν θελήσω να χρονοτριβήσει μέχρι να έρθω, τι σε αφορά εσένα αυτό; Εσύ να Με ακολουθήσεις.» Ο Πέτρος δεν τόλμησε να τον ρωτήσει περισσότερα και η απάντησηπου ήταν επίτηδες ασαφήςοδήγησε σε μεγάλη παρεξήγηση διαδεδομένη στην αρχική εκκλησία, ότι ο Ιωάννης δεν επέπρωτο να πεθάνει μέχρι να έλθει ο Χριστός.

Ούτε κανένας τόλμησε να μείνη, όταν ήρθεν, Αλλά ορθοί εστάθηκαν όλοι τους απαντίκρυ. Έτσι αυτός μεν κάθησεν εκεί απάν' 'ς τον θρόνο Η Ήρα όμως έμαθε, και είδε ότ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου, Βουλαίς εσυμβουλεύθηκεν αντάμα μετ' εκείνον· Κι' αγκιχτικά 'μίλησ' ευθύς τον Δία τον Κρονίδην.

Ο Τζατσίντο έμενε ακίνητος, καταβεβλημένος, ίσως μετανοιωμένος για την εξομολόγησή του, κι εκείνος δεν τόλμησε πλέον να ξαναμιλήσει. Η μυρωδιά του κρεμμυδιού ανακατευόταν με το άρωμα των φυτών τριγύρω, με του αμπελιού και του σμίλακα. Οι αλεπούδες ξαναπέρασαν. Ο Έφις δείπνησε, αλλά το ψωμί του φάνηκε πικρό.

Το αι , με κατοπινό ο , έγινε ι , όπως ο παλαιός έγινε παλιός , το δίκαιο δίκιο, το και κι πριν από λέξη που αρχίζει με α, ο, ου, λ. χ. ο τάδες κι ο τάδες, και όλα, κιόλα, κιόλας κτλ. κτλ. Μα ποιος τους τόδωσε στους Έλληνες τόνομα ετούτο; Ποιος τόλμησε και τους είπε Ρωμαίους; Ποιος άλλος παρά ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος, όπως είναι και γνωστό; Τρομερός λοιπόν προπαγαντίστας αφτός!

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν