United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την Κυριακήν, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, έγινε ζωηροτάτη περί τούτου συζήτησις έξω της Αγίας Αικατερίνης, παρόντος και του Σαϊτονικολή, όστις ήκουε περίλυπος και σιωπών και εφαίνετο πολύ καταβεβλημένος. Επί τέλους είπεν: — Εγώ ήκαμα ό,τι 'μπόρεσα. Η γλωσσά μου 'βγαλε μαλιά να του μιλώ· και σαν είδα πως δεν ήκουε, τον απόβγαλα κιαπού το σπίτι μου και πάει να γενή χρόνος από τότε.

Ο Δημήτρης, καταβεβλημένος εκ του κόπου και του ψύχους, ήρχισε να ροφά μετά μεγάλης ευχαριστήσεως τον θερμόν και χιονώδη αφρόν του γάλακτος. Ολίγον κατ' ολίγον αισθανόμενος την ήρεμον και γλυκείαν περί αυτόν φύσιν, την χαράν και την αγάπην με την οποίαν τον υπεδέχθησαν οι βλάχοι, ήρχισε κάπως ν' ανακουφίζηται.

Γνωρίζετε διατί οι άνθρωποι φοβούνται την Εστίαν περισσότερον από τας άλλας θεότητας; Εκυριεύθην από φόβον, εγώ ο ύπατος άρχιερεύς, ενθυμούμαι δε μόνον ότι ελιποψύχησα και θα έπιπτον κατά γης, εάν δε με υπεβάσταζε κάποιος. Ποίος ήτο; — Εγώ, απήντησεν ο Βινίκιος. — Α, συ; Διατί δεν ήλθες εις Βενεβέντον; Μοι είπον ότι ήσο ασθενής, και πράγματι είσαι καταβεβλημένος!

Και τας δυνάμεις σου τας εξήντλησας ήδη αγωνιζόμενος να φθάσης εις το τέρμα, το δε τέρμα απομακρύνεται καθόσον νομίζεις ότι το ήγγισες. Καταβεβλημένος, ασθμαίνων, βλέπεις επί τέλους τον ουρανόν όπισθεν της τελευταίας άκρας, και τότε πίπτων επί του χώματος, όπως αναλάβης δυνάμεις, βλέπεις κάτω την κοιλάδα και θαυμάζεις το ύψος εις το οποίον ανήλθες! Ιδού πώς διήλθον οι μήνες εκείνοι.

Την επιούσαν απήχθησαν της φυλακής οι δύο χωρικοί και δεν επέστρεψαν, έμεινα δ' εντός αυτής μόνος και έρημος, μετρών τας ώρας και ελεεινολογών την τύχην μου, και συλλογιζόμενος τι άρα ν' απέγεινεν ο Παντελής και ο όνος του. Την επομένην πρωίαν με ωδήγησε πάλιν ο Αράπης ενώπιον του Αγά. Εβάδιζα περίλυπος και καταβεβλημένος.

Αλλ' ενώ ηύξανεν η Ιωάννα κατά το κάλλος και την σοφίαν, ο πατήρ αυτής καταβεβλημένος υπό των πόνων και της στερήσεως της συντρόφου ησθάνετο τας δυνάμεις καθ’ εκάστην ελαττουμένας.

Ο Ευρίκιος και ο υιός του Κουάρτος εδήλωσαν ότι αυτοί οι ίδιοι είνε έτοιμοι να εκτελέσωσιν ό,τι τους προστάξη, βέβαιοι όντες, ότι άγιος άνθρωπος, όπως αυτός, δεν ηδύνατο να απαιτήση πράξεις, αίτινες δεν θα ήσαν σύμφωνοι προς τας εντολάς του Χριστού. Ο Ευρίκιος ήτο γέρων όχι τόσον καταβεβλημένος από την ηλικίαν, όσον εξηντλημένος από τας λύπας και τας νόσους. Ο υιός του ήτο δεκαεξαετής.

Ο Τζατσίντο έμενε ακίνητος, καταβεβλημένος, ίσως μετανοιωμένος για την εξομολόγησή του, κι εκείνος δεν τόλμησε πλέον να ξαναμιλήσει. Η μυρωδιά του κρεμμυδιού ανακατευόταν με το άρωμα των φυτών τριγύρω, με του αμπελιού και του σμίλακα. Οι αλεπούδες ξαναπέρασαν. Ο Έφις δείπνησε, αλλά το ψωμί του φάνηκε πικρό.

Ο Αντώνιος είναι και σφριγών και εν ταυτώ φαίνεται και καταβεβλημένος, η δε ταραγμένη τύχη του δίδει εις αυτόν εκ διαλειμμάτων ελπίδας και φόβους δι' ό,τι έχει και δι' ό,τι δεν έχει. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απώλετο το παν! Η βδελυρά αύτη Αιγυπτία με επρόδωσεν· ο στόλος μου παρεδόθη εις τον εχθρόν. Εκεί, κάτω ανευφημούσι και οργιάζουσιν, ως φίλοι προ πολλού χωρισθέντες.