United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι.

Ο Δημήτρης, καταβεβλημένος εκ του κόπου και του ψύχους, ήρχισε να ροφά μετά μεγάλης ευχαριστήσεως τον θερμόν και χιονώδη αφρόν του γάλακτος. Ολίγον κατ' ολίγον αισθανόμενος την ήρεμον και γλυκείαν περί αυτόν φύσιν, την χαράν και την αγάπην με την οποίαν τον υπεδέχθησαν οι βλάχοι, ήρχισε κάπως ν' ανακουφίζηται.

Είκοσιν έως εικοσιπέντε βλάχοι, ασκεπείς, με την λαμπάδα ανημμένην εις χείρας, εγονυπέτουν πέριξ του ιερέως, ο οποίος όρθιος εκίνει την λαμπάδα του άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάλλων το «Χριστός ανέστη», καταλαμπόμενος υπό του φωτός, ως Θεός μέσω των αστραπών του Σινά.

Και οι βλάχοι των πέριξ συνοικισμών συνεισέφερον εφ' όσον καιρόν μένουν εκεί και οπόταν ο ιερεύς λειτουργή εις το πλησιέστερον χωρίδιον, πηγαίνουν όσοι θέλουν και λειτουργούνται. Αλλ' η Ανάστασις πρέπει να τελήται εις όλους ταυτοχρόνως και να μετέχουν όλοι της ιερωτέρας και μεγαλειτέρας εορτής της χριστιανικής θρησκείας.

Ο Δημήτρης εσκέφθη να ζητήση από τον Νάσον τας τριακοσίας δραχμάς και ούτω να τ' αποκτήση πάλιν όλα. Αλλ' ευθύς ανελογίσθη ότι ο Νάσος δεν είχε παρά ογδοήκοντα πρόβατα· χρήματα ούτε λεπτόν. Οι βλάχοι τρεις φοράς καθ' όλον το έτος βλέπουν χρήματα εις τας χείρας των όταν πωλούν το τυρί, το μαλλί και τ' αρνία των.

Χριστός ανέστη, παιδιά!. . . Η φωνή ηκούσθη από την ράχην έντονος και παρατεταμένη. Αναπαλλομένη έφθασεν εις τας καρδίας των αξέστων ακροατών όλων κ' επέχυσεν επ' αυτών γλυκύτητα και συγκίνησιν. — Χριστός ανέστη, παιδιά!. . . Η φωνή ήχησεν εντονωτέρα. Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί έκλινον την κεφαλήν κ' έκαμαν τον σταυρόν των.

Εις τας λάμψεις της πρωίας διεκρίνοντο ως μελανοί όγκοι τα γρέκια των βλάχων, το έν μετά το άλλο κατά σειράν με τας καλύβας των κωνοειδείς, ως μεγάλας κυψέλας, τους ορνιθώνας και τα μανδριά των. Οι βλάχοι είχον ήδη εξυπνήσει με την ανατολήν του αυγερινού και ήρχισαν ν' αμέλγουν τα πρόβατά των.

Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτά πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτά κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωναν 'ςτόν ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.

Στην Ή π ε ι ρ ο και στη Μ α κ ε δ ο ν ί α μνήσκουν και κάμποσοι Ελληνόβλαχοι, σκόρπιοι σε διάφορες πολιτείες και χωριά. Αυτούς, με την αφορμή τάχα πως είναι συγγενείς τους, βάλθηκαν οι Ρουμάνοι να μας τους πάρουν και να τους κάμουν Ρουμάνους. Φωνάζουν οι κακόμοιροι οι Βλάχοι πως δεν είναι Ρουμάνοι, πως δε θέλουν να είναι άλλο παρά Έλληνες. Οι Ρουμάνοι, τίποτε.

Και ο Στάθης δ' αυτός, ωσεί ζηλοτυπών προς το παρελθόν της κ' επιθυμών να καταστρέψη πάσαν αυτού ανάμνησιν, αφήρεσεν απ' αυτής την βλαχικήν ενδυμασίαν, την γραφικήν εκείνην ενδυμασίαν με τα κρόταλα και τους χρωματισμούς, την οποίαν νομίζει τις ότι οι βλάχοι επενόησαν εκ του μεγάλου πόθου των προς την φύσιν, ίνα φέρωσιν επάνω των το αποτύπωμά της πάντοτε, όπου και αν ευρίσκωνται.