United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους έδενε πάλι καλά μες το προάβλιο, μπρος στα μάτια, των άλλων καταδίκων, που ελύσσαγαν και εβλαστήμαγαν και εφώναζαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες να τον πνίξουν το φοβερό το μπόγια τους· τους πισταγκώνιαζε καλά. — Να ουρέ, για τις αναφουρές σας! Να ουρέ και για τους υπουργούς σας! τους έδερνε, τους επελέκαγε μόνος του ο φοβερός Αρβανίτης. Να χύση τη χολή του· έτσι να ξεθυμάνη.

Ούδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θά τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτο στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν, άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει: — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελιώντας ο Πολιάνος.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει : — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο Πολιάνος.

Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;

Κ' ύστερ' από μιαν ώρα ακόμα θυμούμασταν τη μορφή και τα λόγια του Μπάρτζου και γελάγαμε. — Γιατί παραξενεύεστε; λέει ο Γκιτρίμης, πόσ' είνε τέτοι' εδ' απάν'! — Μπορεί νάνε, μα όχι τόσο σαν τούτον λέει ο Αρβανίτης. — Και χειρότερ' ακόμα, ξαναλέει ο Γκιτρίμης. Πού να ιδήτε τον Κώστα Θόδωρο, εδώ δα, στην Ποσβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως μου μολόγησαν. Είν' ενενήντα χρονών άνθρωπος.

Τότες αχολόγησαν τα σιάδια από χαχάγελα, κι' ο Γιάννης ο Αρβανίτης σούριζε δυνατά με τα δυο δάχτυλά του καταπίσω του γιδοβοσκού πώφευγε, και του ρέκαζε σαν τραγί: — Μπε κε κε κε κε! τσαπ, τσαπ! — Ου, το ζωντόβολο! φώναξε ο Πολιάνος. — Ωρέ είμεστε κ' εμείς εκεί 'πάνου, μα τούτος είνε μπιτ για το διάτανο, άμ' ντιπ αγρίμ', ωρ' αδερφέ;

Ως τόσο τα 3/4 της Μακεδονίας, όλη η Θράκη, εχτός από την Πόλη, θα είναι Βουλγαρία, και ο Αρβανίτης θα αρπάξει στο δικό του κράτος τη μισή Ήπειρο. 1. &Η ΜΙΝΙΟΝ& του &Γκαίτε&. Το χαριτωμένο επεισόδιο της &Μινιόν& βγαλμένο από το περιώνυμο ρομάντσο του Γκαίτε: «&Τα μαθητικά χρόνια του Βίλελμ Μάιστερ&». Μετάφρ. Ηλ. Βουτιερίδη ................................................. Δρ. 2.50

Άιντε άιντε ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μικρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι' όλο 'ςτόν κάμπο αυτοίν, κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατά τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο; Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.

Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.