United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μες από κάθε άνοιγμα αριό της τάπιας επρόβαναν περήφανα, βαρύκορμα και σοβαρά τα απόμαχα κανόνια, δοξοπεριχυμένα κάτω από βροχές ολόχρυσες που έχυνε άφτονες απάνω τους ο ήλιος. Άστραφταν λουσμένα μες τις φλογερές αχτίδες του. Εφάνταζαν δράκοντες σιδερόφραχτοι σωστοί, που έδειχναν ολάνοιχτα τα φοβερά τους στόματα προς τον εχτρό, με όρεξη να τον βυθίσουν, να τον καταπιούν.

«Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, είχε γείνει απέραντο πέλαγο και μέσα σ' αυτό το πέλαγο πότε η Λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και σηκόνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η Χαρά έβγαινε στη μέση κι' έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη.

Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...

Δόξα σοι ο Θεός, πούρθες γερός και καλά!» «Απέραντο πέλαγο χαράς, κι' αναγαλλιασμού είχε πλημμυρήσει τότε την καρδιά μου. Ότι έβλεπα μπροστά μου, είταν μαγευτικό, και μου φαίνονταν πως έπλεα μ' ολάνοιχτα πανιά σε πέλαγο δίχως άκρη, ευτυχίας ατέλειωτης.

Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυτάζοντάς τον, κ' είπα: — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτή μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση, κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της.

Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ' είπα : — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτη μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.

Εσφούγκισε τα φλογισμένα χείλη της με το μαντήλι. Ακούμπησε το δεξή της άγκωνα πίσω στο ξύλο της καρέκλας. Εστήλωσε το κεφάλι της στην απαλάμη απάνω. Εξερόβηξε. Τα όργανα άρχισαν το &Μέμο& τόρα. Άπλωσε μια ματιά κάτω. Εσήκωσε ολάνοιχτα τα μεγάλα της ψιχαλιστά μάτια στη στέγη απάνω, σα να ζητούσε κάτι κει ψηλά. Έκλεισε μεμιάς ηδονικά, εκφραστικά τα βλέφαρα. Σιγά, απαλά, μυστικά, νανουριστά, άρχισε.