United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωραίος δεν είναι, ε; Κοίτα το Χριστό, λες και χαμογελάει, ενώ κυλούν τα δάκρια και το αίμα του…. Και πίσω, κοίτα…» Ο Έφις κοίταζε σιωπηλός, ακίνητος, με τα μελανά και στεγνά του χέρια γαντζωμένα στην άκρη από το χράμι που τον σκέπαζε και έμοιαζε να ξεπροβάλει, νεκρός ήδη, από τον άλλο κόσμο για ν’ ατενίσει, για μια τελευταία φορά, την ευτυχία της κυράς του.

Εγώ επήγα καθώς αυτή με επρόσταξε, και ηύρα τον Ναμαράν που εκάθετο εις το εργαστήρι του. Αυτός ήτον ένας εύμορφος και ευγενής άνδρας, που έμεινα να τον θεωρώ· του εζήτησα και μου έβγαλε διάφορα κομμάτια μεταξωτά, και διαλέγοντας ένα από αυτά, του το επλήρωσα όσα μου εζήτησε· και έπειτα αποχαιρετώντάς τον με ευγένειαν, επήρα το μεταξωτόν και το έφερα της κυράς μου.

Αφέντη μου είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον.

Εφανέρωσα της κυράς το κάλεσμα, που ο Ναμαράς μου έκαμεν, η οποία το έλαβεν εις τόσην χαράν που με έκαμε να μείνω βλέποντάς την να χαρή τόσον. Μη χάσης καιρόν, μόνον αύριον να υπάγης μου είπεν αυτή, και ενθυμήσου ότι ωσάν απογευθής να τον καλέσης και εσύ εδώ να γευματίση και άφησε εμένα την επιστασίαν, να κάμω την ετοιμασίαν.

Σιγάσιγά σκέβρωσε κι' αυτό, λίγυσε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνη πιο περιποιητικό και να στηρίζη πιο βολικά το σακάτικο κορμί της κυράς του. Έτσι μιαν ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γρηάΔροσούλα μέσα στη δυστυχία της ξέχασε με τον καιρό όλα ταγαπημένα της, που της πήρε ο χάρος κι' ο καιρός, κ' είχε μόνη παρηγοριά κ' ελπίδα το πονετικό ξύλο.

Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα. — Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι.

Με τούτα τα λόγια, αυτή ετραβήχθη ομού με τες άλλες νέες που την εσυντρόφευαν και έμεινεν εκεί αυτός μόνος. Ο Κουλούφ έμεινε πολλά θλιμμένος, που επροξένησε της κυράς που αγαπούσε δυσαρέσκειαν, και έστεκεν εκεί εις την σάλαν περικυκλωμένος από χιλίους στοχασμούς.

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.

Διπλή τότε ακουγότανε η μουσική στο σπίτι γιατί εκείνος ούρλιαζε, χωρίς να τόνε μέλη για τη δική μας συμφορά, ενώ ημείς οι άλλοι εκλαίγαμε τον θάνατο της δύστυχης κυράς μας. Όμως από τον ξένο μας εκρύβαμε τη λύπη, γιατί έτσι διέταξε ο Άδμητος σε όλους.