United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο. Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μεταξωτό μαντήλι, Που είταν ψιλό και διάφανο, σα φεγγαριού αχτίδα, Πούχε το χρώμα του χιονιού, του Ήλιου τη λαμπράδα, Μαντήλι μοσκομάντηλο, μαντήλι της αγάπης, Που θάδινε του Κωσταντή, του αρραβωνιαστικού της, Τη μέρα, που θα φόρεγαν τα τίμια τους στεφάνια, Και θα τους βλόγαε ο παπάς με το δεξί του χέρι, Μπρος το Βαγγέλιο το ιερό και μπρος στην Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους.

Ου, παιδί μου! έκαμεν ο άγιος· εκείνος είνε ο πάτερ Χαράλαμπος, που στον καιρό του μισόκαλου Σεβήρου είδε κ' έπαθε για τον αφέντη το Χριστό μας! — Μπα! είπε με αμφιβολία ο ναύκληρος· περισσότερα έκαμες του λόγου σου.

Θα ήθελα να εξομολογηθώ…» «Κι εδώ στην κολώνα βρήκες να το κάνεις; Στο Χριστό να εξομολογηθείς!», ψιθύρισε η νεωκόρισσα χαμογελώντας ειρωνικά, αλλά ο Έφις ακούμπησε πάλι το κεφάλι στην κολώνα του άμβωνα και με τα μάτια στραμμένα προς την Αγία Τράπεζα άρχισε να ψελλίζει μπερδεμένα λόγια.

Πριν ακόμα νάρθουμε μεις, τη περίμενε τη Φράγκικη τη βοήθεια. Βλέπεις, με το να δουλεύη αυτός για τα μας, πόλεμο να μάθη δεν έχει καιρό. Θα κατεβούνε λοιπόν οι Φράγκοι, που πιστεύουν κι αυτοί Χριστό, και θα μας κόψουνε, ν' ανθρωπέψη ο τόπος του. Γεια σας, ρωμιόπουλά μου! Μπρος στη γνώση σας η σοφία του Κορανιού σκοτάδι γίνεται μοναχόΌμορφα τα είπες, χρυσόστομε Χουσεήνη!

Ωραίος δεν είναι, ε; Κοίτα το Χριστό, λες και χαμογελάει, ενώ κυλούν τα δάκρια και το αίμα του…. Και πίσω, κοίτα…» Ο Έφις κοίταζε σιωπηλός, ακίνητος, με τα μελανά και στεγνά του χέρια γαντζωμένα στην άκρη από το χράμι που τον σκέπαζε και έμοιαζε να ξεπροβάλει, νεκρός ήδη, από τον άλλο κόσμο για ν’ ατενίσει, για μια τελευταία φορά, την ευτυχία της κυράς του.

Η μάννα μου μ' έντυνε, κ' εγώ άκουγα ταγριεμένο το Κόλι. Άξαφνα, — Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλλος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο Παπά Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυνήσουμε το Χριστό που γεννιέται. Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμπρή ξαστεριά· κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ.

Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.

« — Άλλο τίποτ', Αλή-Πασσά, «'Σ τον κόσμο τ' έχεις κάμει; — » — Ω, το χειρότερο κακό » Μου ήταν η ασεβεία. » Τούρκαλος ήμουν και καμμιά » Δεν 'πίστευσα θρησκεία, » Ούτε Ραβίνο, ούτε Παππά, » Ούτε και τον Ιμάμη.» « Ούτε Μωάμεθ, και Χριστό, » Ούτε Μωσή.

— « Δεν είταν μήτε δέκα, μήτε κι’ εκατό... » Είταν εφτά χιλιάδες κι’ ίσως πλειότεροι... » Για το Χριστό χιλιάδες πέντε σκότωσα, » Και δυο χιλιάδες άλλες για την Παναγιά... » Κι’ απ’ τες εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε, » Πούχε λαγού πηλάλα, πόδι ζαρκαδιού, » Κι’ εκείνος λαβωμένος και με λάβωσε... » Να τους κι’ ακόμα χίλιοι, πώφτασαν εκεί, » Με πιάσαν λαβωμένο και με δέσανε, » Και μιαν ακέρια μέρα με παιδέψανε». ................................................