United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχαμε κοντόγεμο το πλεούμενο που μας επλάκωσε η Λαμπρή. Ο καπετάνιος εφρόντιζε να πάρη το φορτίο του και να φύγη πριν έρθουν οι άγιες ημέρες· μα εστάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είνε στη Ρωσσία! Θεός και Τσάρος· τίποτ' άλλο. Έπαψε κάθε τι κ' ερρίχθηκεν ο κόσμος στην εκκλησιά και τις προσευχές. Θέλοντας μη θέλοντας εκάναμε κ' εμείς το ίδιο.

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.

Ούτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κ' ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού. Βράδυ-βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος.

Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβυσμένη λάμπα, ακουμπησμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλλα δεκάξη χρονών στο νησί, κι' ο πατέρας της τσουγκρίζοντας ταυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντομακαρίτες κ' οι δυοκάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κ' έγινε πιο κόκκινη απ' το αυγό.

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.

Μ' τι ήταν τούτ’ ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν' Αγιά-Παρασκευή 'στν' εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέραΈλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.

Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση...» Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε.

Μα εγώ όχι τούπα... α! θάβγαινα πολύ πιο κερδισμένος... Μα τώρα τόσο μου στρατό σαν πήρα στο λαιμό μου με τις περφάνιες μου, δειλιώ τους Τρώες ν' αντικρύσω, 105 μήπως γυρίσει και μου πει κανείς χειρότερός μου 'Λαμπρή η αντριά του Έχτορα που ρήμαξε τον τόπο! Έτσι θα πουν.

Ένας που μας δείχνει σαν καθρέφτης το τι της έλειπε τότες της Ελλάδας, και τι της απόμνησκε ακόμα από τη λαμπρή της την αρχαιότητα. Ο άντρας αυτός είναι ο Ηρώδης ο Αττικός. Με τι τρόπο βρήκε τους αμέτρητους θησαυρούς του ο πατέρας του ο Ιούλιος είναι κοινό παραμύθι.

Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος· Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν. Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε· Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες. Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη. Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου.