Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Δεν είν' το δάσος πούξερε, το δάσος το δικό του. Καββάλλα πάλι ρίχνεται, πάλι χτυπάει το μαύρο, Κι' όσο απ' το δάσος να ξεβγή, να βρη το μονοπάτι, Πήρε το γλυκοχάραγμα, κ' εξέπεσε η χιονούρα. Άγνωστος τόπος άξαφνα ξαπλώνεται μπροστά του, Βουνά με δάση, ποταμιαίς βαθειαίς και 'λίγος κάμπος. Άσπρο το χιόνι εσκέπαζεν όλον αυτόν τον τόπο, Κι' ανάμεσ' απ' ταις ποταμιαίς, απ' τα βουνά, απ' τον κάμπο.
Κενώ έκανα σταυρούς και γονυκλισίες, τα χείλη μου ψιθύριζαν στην Παναγία τις θερμότερες μου ικεσίες για την υγεία της αγαπημένης. Στην Παναγία μιλούσα ως μητέρα σπλαχνική και πανάγαθη πούξερε από ανθρώπινο πόνο. Και, τόσον αληθινή, τόσον ειλικρινής ήτον η παρακάλεσή μου, τόσον έφτανα να αισθάνωμαι την παρουσία της Παναγίας, ώστε τα δάκρυα μου έτρεχαν.
Ξεμύτισαν απάνω στη ράχη· να, και κοντοζύγοναν φαίνουνταν από τη μέση κι απάνω καμμιά οχτακοσαριά σκυλιά στην αράδα. Πυρ ταχύ!, φωνάζω. Κάθε μολύβι και στο κρέας· δεν είχε. Τα σκυλιά ίσια απάνω μας φωνάζοντας. Τι λένε μωρέ; κάνω στον Καρατζίκο τον Λία απ' τη Φθιώτιδα, πούξερε τούρκικα, τι λένε μωρέ; Τάχε χάσει το παιδί Τι λένε μωρέ και χαθήκαμε; Τίποτα!
Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.
Σηκόνομαι, παίρνω ένα στρατιώτη, πούξερε τούρκικα, μαζί μου και του λέω: Δω που θα πααίνουμε, μεις θα κραίνουμε ρωμαίικα κι ό,τ' ακούς συ τούρκικα να μ' τα λες εμένα ρωμαίικα. Τι λέει ο τσαούσης; του λέω. Τον ταγματάρχη ζητάει, κυρ λοχία. Γέλασα. Μας νόμισαν πως είμαστε ολάκερο τάγμα.
Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.
Νιες βγάζει ροδοστάλαχτες και κουτελάτα βόδια, γερά μουλάρια κι' άλογα κι' απύρωτα τριπόδια, 260 βγάζει ψαρύ σιδερικό κι' από χαλκό λεβέτια. Πρώτο βραβείο ζηλεφτό των αλογάδων βάνει, γυναίκα πούξερε λαπρές δουλιές, κι' ένα τριπόδι αφτιάδικο που εικοσιδιό χωρούσε εντός του μέτρα. Αφτά του πρώτου· κι' έβαλε του δέφτερου φοράδα 265 έξη χρονώνε, αδάμαστη, πουλάρι γκαστρωμένη.
Κι' οι άλλοι κάθουντ' ήσυχοι στις θέσεις τους και μένουν, μονάχα ακόμα ο φαφλατάς Θερσίτης θορυβούσε, πούξερε πάντα ένα σωρό παλάβρες ν' αραδιάζει, και με τους πρώτους τάβαζε, τρελά με δίχως τάξη, ότι θα κάνει νόμιζε τους άλλους να γελάσουν. 215 Άλλο πιο μισερό κορμί δεν ήρθε πέρα απ' τ' Άργος.
Τριπόδι φλογοδιάσκελο του νικητή τού βάζει μεγάλο, πούλεγε ο στρατός δώδεκα βόδια κάνει· μα ακόμα και του δέφτερου πάει και στη μέση βάζει γυναίκα πούξερε πολλές δουλιές, και μεταξύ τους πως κάνει ως βόδια τέσσερα τη λέγανε οι Αργίτες. 705 Και στάθηκε όρθιος κι' έκραξε μες στου στρατού τη μέση. «Ελάτε τώρα πάλεμα, κι' ας σηκωθούνε διο σας.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν