United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία ζωή, μονάχα η δική τους, και αν χαθή, ο πόνος της πάντα πιο λίγος είναι. Αλλά να βλέπη άρρωστα κανένας τα παιδιά του και το κρεββάτι του έρημο το νυφικό, είναι λύπη αβάσταχτη, ενώ χωρίς παιδιά μπορεί να μείνη, κ' ενώ μπορούσε άγαμος να ζήση τη ζωή του. ΧΟΡΟΣ Μια συμφορά αβάσταχτη αλήθεια μας ευρήκε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Τους στεναγμούς σου παύσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονό μου.

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη αργά-αργά τον ανήφορο «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπ-π π... ». Λίγος δρόμος μου είχε απομείνει ακόμα, όσο ν' αναιβώ στη ράχη, αλλά δεν τελείωνε ποτέ! Την υπομονή μου διαδέχονταν ανυπομονησιά και την ανυπομονησιά μου υπομονή!

Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.

Η ιδέα ότι θα ξόδευαν λιγώτερα δεν τους αφήκε και να λογαριάσουν ότι ο δρόμος, όσο λίγος κιαν ήτο, θα χειροτέρευε τον άρρωστο. Ο γιατρός που τον κάλεσαν να τον κυτάξη είπε πως είχε πνευμονία. Είδε συνάμα πως η μύτη του ήτον κόκκινη και ρώτησε αν έπινε. — Ου! αποκρίθηκαν οι δικοί του, σταμνιά πίνει. Ο γιατρός έκαμε μορφασμό που σήμαινε: «Διάολε! αυτό 'νε κακό».

Ό,τι και νάναι, το σπιτικό θέλει πάντα νάχη άνθρωπο με το νου στο κεφάλι αποπάνω του, να ξέρη τη λάτρα του νοικοκύρη. . . Και «χά ! χά ! χά ! -χά !», ξεκαρδιζότανε στα γέλοια εκεί που θυμόταν το τι είχαν πη για τη Λιόλια πως θα την έπαιρνε λέει γυναίκα του, ο Κυρ Νίκος ! Σου λεν οστόσο κάτι πράματα!-σε καλό τους !. . . Του Κυρ Νίκου-να περάση δα πρώτα λίγος καιρός, να ξεχαστούν οι πίκρες !-τούπρεπε κορίτσι με μόρφωση, να την έχη σύντροφο, για καμμιά συμβουλή, για ό,τι λάχη, να μη ντρέπεται να την πάη και πουθενά, να ξέρη να του αναστήση τα παιδάκια του.

Ο λίγος ουρανός, απλόνουνταν καταγάλαζος, σπαρμένος από μικρουλάκια κοκκινόξανθα συγνεφάκια, απάνω στο κεφάλι μας, τριγύρω στους άγριους και κατάψηλους βράχους, που μας τριγύριζαν.

Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάννα μπροστά μου, και μου έλεγε πως είταν ώρα για το &Σκολειό&. Δάσκαλέ μου, δε θαρχίσω την ιστορία της δασκαλικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις &μι& δεν έχουμε τόπο. Κ' ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε.

Κι αφού πήγε στο εξοχικό, εφόρεσε πλούσια φορέματα κι όταν εκάθισε κοντά στον πατέρα του, τον άκουγε που έλεγε τέτοια: 24. — Παντρεύτηκα, παιδιά μου, πολύ νέος κι όταν επέρασε λίγος καιρός είχα γίνει πατέρας ευτυχισμένος, καθώς ενόμιζα.

Δεν είν' το δάσος πούξερε, το δάσος το δικό του. Καββάλλα πάλι ρίχνεται, πάλι χτυπάει το μαύρο, Κι' όσο απ' το δάσος να ξεβγή, να βρη το μονοπάτι, Πήρε το γλυκοχάραγμα, κ' εξέπεσε η χιονούρα. Άγνωστος τόπος άξαφνα ξαπλώνεται μπροστά του, Βουνά με δάση, ποταμιαίς βαθειαίς και 'λίγος κάμπος. Άσπρο το χιόνι εσκέπαζεν όλον αυτόν τον τόπο, Κι' ανάμεσ' απ' ταις ποταμιαίς, απ' τα βουνά, απ' τον κάμπο.

ΑΡΓΓΑΝ Και κάποτε με πιάνουν πόνοι στην κοιλιά σαν κωλικόπονοι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. Τρώτε με όρεξι; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κύριε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. Σας αρέσει να πίνετε λίγο κρασί; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα κύριε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. Σας έρχεται λίγος ύπνος ύστερα από το φαΐ και σας ευχαριστεί να κοιμάστε; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κύριε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων, ο πνεύμων, σας λέω. Τι σας διέταξε ο γιατρός σας να τρώτε;