United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπα κ’ εγώ ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’ έπαθε τίποτα η ΒεργινίαΜου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές, κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε σταυτί η φωνή τον γιατρού-και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τώ φτωχώνε !-μονομιάς πετάχτηκ’ απάνου.

Όταν παντρεύτηκε, ορφανή κ' έρημη, ένα όμορφο κι' άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα της με καμάρι: «Ας μου χαρίση ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις πίκρες μου». Σα να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δύο χρόνια της τον πήρε αφίνοντάς την χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κ' ένα αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε.

Μα εγώ στο λέω για το καλό σου. 30 χάιντε πια τώρα μη ζητάς μαζί μου εδώ πολέμους, μην πάθεις... πάντα ο φρόνιμος πριν πάθει λογαριάζειΕίπε, μα δεν τον έπεισε, παρά τ' αντείπε πάλι «Τώρα εδώ πια, τ' Ατρέα γιε, βαριά θα μου πλερώσεις τον αδερφό που μούσφαξεςκαι καμαρώνεις κιόλας35 και μες στο νιο νοικοκυριό τού χήρεψες το τέρι, κι' έκανες πίκρες να ποθούν και κλάματα οι γονιοί του.

Εκεί που πια δεν είναι ενέργεια καμιά, εκεί που σου κατάντησαν όλα αδιάφορα, που για τίποτις δε σε μέλει, εκεί μη γυρέβης τον παράδεισο, αν και φαίνεται παράδεισος να μην έχης έννοιες, πίκρες και καημούς. Κάλλια την κόλαση παρά τέτοια παράδεισο.

Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, κι' εγώ τον Πάρη πάω να βρω και ναν τον κράξω, αν θέλει 280 και να μ' ακούσει μια φορά... έτσι π' αφτού ν' ανοίξει η Γης και ναν τον καταπιεί! Γιατί ο μεγάλος Δίας στον κόσμο μάς τον έστειλε για δυστυχιά και πίκρες των Τρώων και του βασιλιά κι' εμάς των αδερφών του.

Μουλάρια πρώτα θέριζε κι' ασπροτριχάτους σκύλους, 50 μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες βαρούσε· κι' όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε. Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες, μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας, γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 55 τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν.

Τράβηξε παράμερα τον Καερδέν, κοντά σ' ένα παράθυρο, για να ιδή τάχα καλλίτερα και να παζαρέψη το δαχτυλίδι. Ο Καερδέν της είπεν απλά: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι πληγωμένος με φαρμακερό σπαθί, και πεθαίνει. Σας μηνά ότι μονάχα σεις μπορείτε να του κάνετε καλό. Σας θυμίζει της μεγάλες πίκρες και τους μεγάλους πόνους που υποφέρατε μαζύ. Κρατήστε αυτό το δαχτυλίδι. Σας το δίνει».

Κι' όθες διαβαίνεις, φώναζε περκάλα ν' αγρυπνάνε, και κάθε αντρός νομάτιζε τη φύτρα τον πατέρα, τιμώντας όλους. Ξέχανε πια τώρα τις περφάνιες, κι' έλα ας δουλέβουμε κι' εμείς, τι εμάς θαρρώ έτσι ο Δίας 70 πίκρες μας έγραψε βαριές σα μας γεννούσε η μάνναΈτσι είπε, και τον έστειλε καλοξηγώντας τα όλα· απέ κινάει το Νέστορα να βρει, το γέρο αφέντη.

Και στην άλλη την άκρη, ως είκοσι οργυιές μες στο νερό, ξετινάζουνταν κάθε λίγο μεγάλη ουρά και χτυπούσε τα κύματα. Ξεχνούμε τις πίκρες των σεφεριών, και σηκωνούμαστε στο ποδάρι... Πρώτος ο γέρος έτρεξε και πήρε το σπάγο στα χέρια. Κι αρχινάει και τραβάει κι αφίνει πάλι καλούμα, σαν τεχνίτης θαλασσινός.

Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κ' εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γώ, και βουτήχτηκα και γω, κ' έπαθα και γώ.