United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος την κοίταξε με τα αδιάφορα μάτια του, όπως ενός ζώου, και δεν είπε αν θα πήγαινε ή όχι στη γριά. Καθώς γνώριζε ότι οι κυράδες του εκείνη την ώρα εξομολογούνταν, ξεφορτώθηκε το δισάκι, το απόθεσε στο σκαλοπατάκι και κάθισε να τις περιμένει. Οι τσουκνίδες του τρύπησαν τα χέρια.

Εκεί που πια δεν είναι ενέργεια καμιά, εκεί που σου κατάντησαν όλα αδιάφορα, που για τίποτις δε σε μέλει, εκεί μη γυρέβης τον παράδεισο, αν και φαίνεται παράδεισος να μην έχης έννοιες, πίκρες και καημούς. Κάλλια την κόλαση παρά τέτοια παράδεισο.

Και τους επίκραινε όταν έπεφτε στα χέρια τους κανένα ταγάρι, που είχανε το φαΐ τους σ' αυτό, ή όταν έβλεπαν κανένα καρδάρι από όπου είχανε πιει μαζί, ή σουραύλι αδιάφορα πεταμένο, που ήτανε χάρισμα ερωτικό. Παρακαλούσανε λοιπόν τις Νύμφες και τον Πάνα να τους γλυτώσουν από τα βάσανα τούτα και να δείξουν κάποτε πια σ' αυτούς και στα κοπάδια ήλιο.

Τριγύρισαν τα παλάτια της Ανατολής και της Δύσης. Παραστάθησαν στις χαρές και στις λύπες του κόσμου, στους γάμους και στα λείψανα, στις αγάπες και στα μίση, σταγκαλιάσματα του έρωτα και στα δαγκάματα της έχθρας. Οι δάσκαλοι, που ακολουθούσαν από κοντά, εξηγούσαν πάλι τα θαύματα του κόσμου και τα μυστήρια της ψυχής. Μα το βασιλόπουλο κύτταζε πάλι αδιάφορα τριγύρω του και χαμογελούσε,

Κι απ' όλα το χερώτερο, που οι Ρωμαίοι, που τόσους χρόνους αψηφούσαν τη νέα θρησκεία και την άφιναν απείραγη, βλέποντας άξαφνα τέτοια δύναμη να ξαπλώνεται σε Ασία κ' Ευρώπη, τέτοιον κύκλο μέσα στον κύκλο τους, δεν μπορούσαν πια να κάθουνται και να τη βλέπουν αδιάφορα τη Χριστιανική την πλημμύρα.

Και τ' όνειρό μου σβύστηκε στην παράδοξη ηδονή κείνη. Μετά το όνειρο κείνο, έπεσα σε μια αλλόκοτη κατάσταση. Σαν κάτι νάλλαξε στη ψυχή μου, σα νάγινα άλλος άνθρωπος σχεδόν διά μιας. Το πάθος του κυνηγιού σβύστηκε και διάφορα άλλα αντικείμενα πάρχιζαν να μ' ενδιαφέρουν έγιναν αδιάφορα.

Στα μαύρα της μάτια έβλεπα μιαν αγίαν καλωσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι η γλυκειά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσική πούφτανε στα βάθη της ψυχής μου κεγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου. Όσες φορές την έβλεπα, μούδιδε τη χαρά και την ευτυχία κ η φωνή και το χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη.

Στην αρχή, μόλις μπήκε ο ντον Πρέντου, πλησίασε τον Έφις και τον κοίταξε από ψηλά. «Πώς πάει; Καλά, μου φαίνεται. Έλα να σηκωθούμε, άντε!» Ο Έφις σήκωσε τα αδιάφορα, βαθουλωμένα μάτια του και, μόλις ο ντον Πρέντου έσκυψε να τον αγγίξει, άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να σπρώξει το δυνατό κορμί που άγγιζε το δικό του που βρισκόταν σε διάλυση. «Φύγετε, φύγετε…»

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Κ' η μαμά του έλεγε πως δεν έπρεπε να τον μέλη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια και πως δεν είναι καθόλου κωμικό ναγαπά τη Μάρθα, αδιάφορα αν είναι μικρός ή μεγάλος. Έτσι ησύχαζε ο Σβεν και δεν άφινε να θολώνεται περσότερο η ευτυχία του. Είτανε τόσο σοβαρός μέσα στη χαρά του, ώστε δεν εννοούσε πώς είτανε δυνατό ναστειεύεται κανείς για ένα τέτοιο πράμα και γι' αυτό δεν το κρατούσε μυστικό.