United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώραώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας. Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.

Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κοσμάκης· τι να σου κάμη!...Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ' άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ. Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν: — Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας. Η γριά αποκρίθηκε: — Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου.

Επάγωσε το φαΐ! Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή. Αλλ' ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων.

Θα προφασισθώ, επειδή το Κρινιώ αργεί να έλθηίσως να μην είν' έτοιμο το φαΐπως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».

Τότε εθαύμασε για πρώτη φορά και τα μαλλιά της ότι ήτανε ξανθά και τα μάτια της ότι ήτανε μεγάλα σαν του βωδιού, και το πρόσωπό της πιο άσπρο αληθινά κι από το γάλα των γιδιών, σαν να πρωτοαπόκτησε τότε μάτια κι' όλο τον άλλο καιρό πριν ήτανε στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια παρά όσο για να το δοκιμάζη· και πιοτό, αν καμμιά φορά ένοιωθε ανάγκη, έπινε μόνο όσο για να βρέξη το στόμα του.

Α' ΑΝΗΡ Συ;! κάνε τη δουλειά σου• γιατί φοβάμαι μην ειπής πως είνε και δικά σου, όταν στη στρατηγίνα μας αυτά θα καταθέσω. Να μια ιδέα πουν' ορθή. Τι κάθημαι κι' αργώ; Εμπρός λοιπόν για το φαΐ να τηλωθώ κ' εγώ! Αυλητής ευρίσκεται εξηπλωμένος παρά το δεξιόν παρασκήνιον. Μούσαι! ελάτε! βάλτε μου στο στόμα ένα γλυκό τραγούδ' Ιωνικό.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ε, ξέρεις τι θα κάμης, συ; απ' το δικό μου χέρι να πάρης το παληό χρυσό της Αθηνάς στολίδι, και τράβα εκεί που ο άνδρας μου κάνει κρυφές θυσίες• και σαν τελειώση το φαΐ, και θέλουν για να κάμουν εις τους θεούς σπονδές, εσύ, κρυμμένο έχοντας τούτο στο φόρεμά σου, ρίξε το στου νέου το ποτήρι, μα στο ποτήρι μόνο αυτού, και όχι και στων άλλων,— 'ς αυτόν μονάχα, που θα' ρθη το σπίτι μου να πάρη• κι' απ' το λαιμό του σαν διαβή, ποτέ δεν θα πατήση στην ένδοξην Αθήνα μας, και θα πεθάνη εδώ!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εκείνο που φοβάμ' εγώ και δεν πολυσυμφέρει είνε, μη όταν πάρουνε τους χαλινούς στο χέρι μας πιάνουνε κι' απ' τα μαλλιά. . . ΧΡΕΜΗΣ Γιατί; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για να τους κάνουμε κ' εκείνη τη δουλειά. . . ΧΡΕΜΗΣ Κι' αν δεν μπορούμε δηλαδή; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Φαΐ δεν θα μας δίδουνε. ΧΡΕΜΗΣ Μα και τα δυο τα πράματα μπορεί λαμπρά να γίνουνε, και το φαΐ και η δουλειά. Εσένα τι σε νοιάζει;

Ο Ψυχομάνης τάχασε πλιότερο. Εκούναε του Καναβιού το σελάχι στα χέρια κ' εγύρεβε λόγια. ε μασιέται, Κυρ-Λοχία μου! Δεν τρώεται πλιο! Μου χρωστάει δυόμιση δραμές από φαΐ και καφέδες. Του λέω να μου τις δώκη· δεν έχει, λέει σα βγη όξω, λέει. Και που θα τόνε ξαναϊδώ γω, Κυρ-Λοχία μου; Του πήρα γιά το σελάχι, να μου τις φέρη.

Αλλά δεν είν' η λύπη μου τόσο γι' αυτό μεγάλη• σαν φάγω όμως σκέπτομαι, που τάχα διευθύνεται η κοπριά πού γίνεται; γιατ' ο δημότης Αχλαδούς, που για φαΐ τον πήρα, μου βούλλωσε τη θύρα.