United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....

Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας· 105 «Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».

« Τέλος με βγάζουν, μ' οδηγούν » Μεςτα πατριαρχεία. » Με φέρνουνε στη μεσανή » Τη θύρα που μεγάλη » Τριχιά κρεμώντανε. Μ' αυτή » Μου δέσαν το κεφάλι » Απ' το λαιμό. Και η ψυχή » Μου πέταξεν αγίαΤο λόγο δεν απόσωσε. Απ' το πλευρό του τότε Σηκώθηκε της πόλεως Τ' Αδριανού ο ήρως, . Και λέγει «Μήπως κ' εις εμέ » Δεν έπεσε ο κλήρος » Κρεμάλας; Δεν μ' εκρέμασαν » Άνομοι στρατιώται

Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.

Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.

Άνοιξε, άνοιξε την θύρα• γρήγορα να μην αργώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω Ηρακλή! τι ειν' αυτά τα ζώα; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Σου φαντάζουνε παράξενα; Έλα λοιπόν! σαν τι θαρρείς πως μοιάζουνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σαν Λάκωνες αιχμάλωτοι της Πύλου. Ε, κι' αυτοί γιατί κυττάν' όλο τη γη και στέκονται σκυφτοί; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Ψάχνουν τη γη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γυρεύουνε βουρβιά;

Μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον, και η θύρα ηνοίχθη. Ήτο ο Θευδάς, όστις είχε κλείδα ως και ο κύριός του, δυναμένην έξωθεν νανοίγη την θύραν, αν και ήτο μεμοχλευμένη έσωθεν. Όπισθεν τούτου ίστατο και άλλος τις, όστις είχε την χείρα επί της καρδίας προσπαθών να συνέχη τους βιαίους αυτής παλμούς.

Έγινε . . . ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ξορκισμένη να είναι, ξορκισμένη. Au revoir. Και όμως καλύτερα θα ήτανε να ξαναγύριζα αμέσως στην Αθήνα. Από τη μεσιανή θύρα μπαίνει ο Μπάρμπ- Αργύρης, αγκωμαχώντας με δυο βαλίτσες στα χέρια. Κάτι μουρμουρίζει μοναχός του, αφίνει τις βαλίτσες στο πάτωμα και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Τις έφερες επί τέλους; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤις έφερα, τι να κάνω.

Η καλύβη αυτή ήτο τόσον παλαιά και ερειπωμένη, ώστε ενόμιζες ότι θα πέση· ήτο ωσάν να μη ήξευρεν η ιδία απο ποίον μέρος να πέση, και διά τούτο έμενεν ορθή. Ο δε άνεμος εφυσούσε με τρομεράν δύναμιν, και το παπί εκάθισε χαμηλά διά να μη το πάρη η τρικυμία. Τότε παρετήρησεν ότι η θύρα της καλύβης είχε στραβώσει, και έμενε μία τόσον μεγάλη χαραγματιά, ώστε ημπορούσε να περάση διά μέσου.

Ο Σκούντας επλησίασεν, εισήλθεν, έψαυσε την θύραν, την ηρεύνησεν, έμπροσθεν και όπισθεν, και συγχρόνως περιέφερε προφυλακτικά βλέμματα πέριξ, προνοών μη τον ίδη τις. Τότε ανεκάλυψεν ότι η θύρα αύτη εκλείετο έσωθεν διά δύο παχέων μοχλών, και δεν εφαίνετο έχουσα κλείθρον.