Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
— Σηκώσου, πατέρα, ή θα φύγω. — Φύγε. Η Αϊμά μετέβη εις την θύραν, αλλ' αύτη ήτο κλειστή. Τότε ενεθυμήθη ότι είχε αυτή την κλείδα, και ερευνήσασα εις το ένδυμά της την εύρε. Προσήρμοσεν εις το κλείθρον την κλείδα, απώθησε τον μοχλόν. Ο μοχλός απεσύρθη και το κλείθρον ηνοίχθη. Αλλ' η θύρα έμενε κλειστή.
— Καλώς το το παιδί μου. — Τα χρόνια σε βαρένουνε... Πώς απερνάς; ..Πώς είσαι; — Μου φαίνεται πως ήρθα χθες. Εμπήκ' από μια θύρα Κι' από μιαν άλλη θα να βγω. — Πώς είμαι θες να μάθης; Η βρύσαις εκινήσανε, Οι μύλοι εσταματήσανε, Και τα βουνά εχιονίσανε Και τα δυο γινήκαν τρία.
Κ' έγεινε η Πόλη τόσο ήμερη και καλή, που τώρα είναι πιο εύκολο να καταπιή Πατριάρχης την πατερίτσα του, παρά να ξαναρχίση Πολίτης τέτοιο παράνομο τόλμημα. Ας περάσουμε από την ταπεινή αυτή θύρα, κι ας μπούμε στο ταπεινό μας το χτίριο με το μεγάλο τόνομα.
Ενόησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, ότι η κρίσιμος ώρα εσήμανε κ' επανέλαβεν εντονώτερον τας φωνάς του: — Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια, για του Γιάννου το κεφάλι. Μάρω μου!. . . . . . . Αίφνης η πλησίον θύρα του πύργου ηνοίχθη. Η Μάρω ήκουσεν ήδη τας φωνάς του και πηδήσασα έντρομος της κλίνης της έδραμε προς αυτόν. — Τι έχεις, Γιάννο μου; — Να φύγωμε!
ΠΕΤ. Πάμε, αν θέλης, εις τον δικόν σου τον Ευκράτην.-Ιδού ήνοιξε και αυτή η θύρα• ώστε πάμε μέσα. ΜΙΚ. Όλα αυτά προ ολίγου ήσαν δικά μου. ΠΕΤ. Ακόμη ονειρεύεσαι τα πλούτη; Λοιπόν κύτταξε τον Ευκράτην τι παθαίνει από τον δούλον του, γέρων άνθρωπος. ΜΙΚ. Τι αίσχος και ατιμία τερατώδης! Και από το άλλο μέρος η γυναίκα του τον κερατόνει με τον μάγειρον.
Μακάρι να μη μας την κάμη ξένος αυτή τη χάρη! Αλλού, αλλού ας κοιτάξουμε, αλλού ας κρυφοπετούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχοντικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάη Σκολειό. Πρόβαλε κ' η μάννα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ' η μια μήτ' η άλλη.
Οι Χριστιανοί, που ήταν απ' το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι' αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλοια, κρατούσαν τα σηκότια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω.
Κι' οχ το φόβο μη του φύγη Αν τα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι Ν' αποκλείση πάσα θύρα. 320 Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας ανηβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Διο απέδω, διο απέκει 325 Τα ποδάρια του κρατάει· Με μεγάλην έγνια στέκει, Μουλυχτά παραφυλάει.
Εις τον μικρόν εξώστην της παρακειμένης οικίας, ενώ η θύρα έμενε κλειστή, σκοτεινή μορφή ίστατο από τινων λεπτών της ώρας. Η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν ήτο άλλη παρά η Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υιών εκλογέων, κ.τ.λ., είδε την διά του ανοίγματος του παραθύρου προκύψασαν φαιδράν όψιν, την ανεγνώρισε, και εψιθύρισε προς αυτήν — Τακούς, γειτόνισσα; — Τι ν' ακούσω, γειτόνισσα;
Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν