United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οχ το φόβο μη του φύγη Αν τα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι Ν' αποκλείση πάσα θύρα. 320 Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας ανηβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Διο απέδω, διο απέκει 325 Τα ποδάρια του κρατάει· Με μεγάλην έγνια στέκει, Μουλυχτά παραφυλάει.

Ήρθε όξω από το δωμάτιο και κόλλησε τ' αυτί της στον τοίχο. Ακούει. Ένας από τους πιστούς της παραφυλάει απ' όξω, γι' ασφάλεια. Ο Τριστάνος συγκεντρώνει της δυνάμεις του, σηκώνεται, στηρίζεται στον τοίχο. Ο Καερδέν κάθεται δίπλα του και κλαίνε μαζύ τρυφερά. Κλαίνε τη συντροφιά τους στ' άρματα, που τόσο γρήγωρα πήρε τέλος, τη μεγάλη φιλία τους, και της αγάπες τους. Κι' ο ένας θρηνεί για τον άλλο.

Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα.

Και δυοτρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει…Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.