United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όστις λοιπόν γνωρίζει αυτά, και εξετάζει κανέν από όσα βλέπει ή ακούει, πρόσεξε να ιδής αν είναι δυνατόν να κάμη ψευδή κρίσιν κατά τον εξής τρόπον. Θεαίτητος. Ποίον τρόπον δηλαδή; Σωκράτης. Να νομίση, ότι όσα γνωρίζει, άλλοτε μεν είναι εκείνα που γνωρίζει, άλλοτε δε εκείνα που δεν γνωρίζει. Διότι αυτά δεν τα είπαμεν καλά εις τα προηγούμενα, όταν παρεδέχθημεν ότι είναι αδύνατον να γίνουν.

Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατείτο σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιοςτο έργον του... 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη.

Αλλ' όμως ο αράθυμος Τυβάλτης δεν ακούει, κι αντί τα λόγια του αυτά να τον καθησυχάσουν, 'ς του Μερκουτίου χύνεται το στήθος το γενναίον με το σπαθί του το γυμνόν. Κ' εκείνος αναμμένος το σίδεροντο σίδερον αμέσως αντικρύζει, και μ' ένα χέρι πολεμά τον θάνατον να διώξη, κ' εις τον Τυβάλτην προσπαθεί με τ' άλλο να τον δώση κι αυτός πασχίζει τεχνικά να του τον στείλη 'πίσω.

Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: — Πράσινο φανάρι! — Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: — Πράσινο φανάρι! Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη.

Ομοίως και η έξαψις από την θερμότητα και ταχύτητα της ιδιοσυγκρασίας ακούει μεν, δεν ακούει όμως το πρόσταγμα και αμέσως ορμά να εκδικηθή. Διότι ο μεν λόγος ή η φαντασία του εφανέρωσε ότι ο δείνα τον ύβρισε ή τον επεριφρόνησε, αυτός όμως ως να εσυλλογίσθη ότι πρέπει να κτυπηθή με αυτόν, αμέσως εκτραχύνεται.

Ο άντρας της μ' έναν υπασπιστή κ' ένα δούλο πηγαίνει από σκηνή σε σκηνή. Μπορεί να ιδή τα γυαλιστερά του μαλλιά κ' ακούει ή φαντάζεται πως ακούει την καθαρή εκείνη κρύα φωνή. Στην αυλή κάτω ο γυιός του Πριάμου κουμπώνει τον χάλκινο θώρακά του. Τα άσπρα μπράτσα της Ανδρομάχης είναι γύρω στο λαιμό του. Την περικεφαλαία του αφίνει χάμου για να μη τρομάξη το μωρό τους.

Την προτεραίαν είχεν αναγνώσει ο δυστυχής καθηγητής το &Σήμαντρον& του Λευκαδίου ποιητού· η ποιητικωτάτη περιγραφή του νέου εραστού, όστις επιστρέφων εις την πατρίδα ρίπτεται εις την θάλασσαν διά να φθάση ταχύτερον εις την ακτήν, όπου ακούει αντηχούντα τον νεκρώσιμον ήχον και βλέπει την κηδείαν της μνηστής του, — ενώ δε πλέει απηλπισμένος καταβροχθίζεται υπό του θηρίου της θαλάσσης, — η ζωηρά απεικόνισις της φοβεράς εκείνης σκηνής τον είχε τοσούτον συγκινήσει, ώστε εις την εντύπωσιν των στίχων του ποιητού απέδιδεν ο Κ. Πλατέας το πάθημά του, δι' ό και διετήρησεν έκτοτε είδος μνησικακίας κατά του Βαλαωρίτου.

Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις εις μίαν στιγμήν ότι ακούει το &Δόξα εν υψίστοις Θεώ.&

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου κι' ίσια τρεχάτος ξεκινάει να σύρει ως στις καλύβες.

Έφτανε στο συμπέρασμα, πως μετά την ευτυχία νάχει κανείς γεννηθή βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρονκ, ο δεύτερος βαθμός της ευτυχίας ήτανε να υπάρχει η δεσποινίς Κυνεγόνδη· ο τρίτος να τη βλέπει καθημερινά· και ο τέταρτος ν' ακούει τον Διδάσκαλο Παγγλώσση, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της επαρχίας και συνεπώς όλης της Γης!