United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος, ενώ έμενεν έντρομος βλέπουσα και διαπορούσα τάχα τι θα απογείνη, ακούει δυνατόν ροίβδον και πάταγον έτι μεγαλείτερον, και βλέπει τον ένα τοίχον του κοιμητηρίου, τον βορεινόν, όστις ήτο υψηλότερος των άλλων, να καταρρεύση έξαφνα διά μιας προς τα έσω, να πλακώση όλα τα κόκκαλα και να τα κάμη σύντριμμα. Η θεια-Συνοδιά εσκέφθη χαιρεκάκως: «Καλά να τα κάμη», κ' εξύπνησεν.

Κρυμμένοςτα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα. Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας, Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της, Και μίαν απόκρυφη χαράτα σωθικά του νοιώθει.

Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν, βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι 320 σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας.

Το κουδούνι σημαίνει και κείνος, που πρέπει να φύγη αποδώ, ακούει τόνομά του κι όποιος πάλι δεν το ακούει οφείλει να μείνη. Η διαφορά είναι μόνο πως εγώ βλέπω το θάνατο από μακριά, πολύ πριν πλησιάση, γνωρίζω πως θα σημάνη το κουδούνι και πως εκείνη που θα καλέση, θα φύγη με χαρά. Μα δε θέλω να καταραστώ άνεργος τη δύναμη του θανάτου.

Πλην μετά μίαν εβδομάδα η Αρφανούλα έξαφνα ακούει τα παράπονά του: — Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον Μπάρμπα-Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με κυνηγά η ατυχία καϋμένη. Τι να σου κάμω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν διά μίαν κατάχρησιν του συμβολαιογράφου! Τότε ο Μπάρμπα-Σταυρής λυπούμενος περισσότερον την Αρφανούλαν τον συνέστησεν εις άλλο συμβολαιογραφείον.

Ο Τριστάνος, ο αντρείος, ο τίμιος, πέθανε. Ήτανε ανοιχτοχέρης στους φτωχούς, και βοηθούσε όσους υπέφεραν. Ποτέ τέτοια συφορά δεν έπεσε σ' αυτόν τον τόπο, άλλοτε. Τον ακούει η Ιζόλδη, δίχως να μπορή να βγάλη μιλιά. Ανεβαίνει πατά το παλάτι. Πέρνει τον ανηφορικό δρόμο. Ο μπούστος της έχει ξελυθή. Οι Βρεττανοί την κυττάζουν θαυμάζοντας. Ποτέ τους δεν είχαν ιδή τόσο ώμορφη γυναίκα.

Ευτυχώς βλέπει αιφνιδίως εκεί ένα ίππον προσδεδεμένον εις κορμόν δένδρου, και ακούει φωνήν ανθρωπίνην. Δύο άνθρωποι εκάθηντο παρά την οδόν και συνδιελέγοντο. Η Αϊμά δεν ήκουσε τι έλεγαν, καθότι δεν είχε περιέργειαν ν' ακούση λέξεις, αλλ' επεθύμει φωνήν ανθρωπίνην. Τους εχαιρέτισε και διέβη. Αλλ' αίφνης η φωνή του ενός των δύο ανθρώπων παρήγαγε παλμούς εις την καρδίαν της. Η νέα εσταμάτησεν άκουσα.

Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!

ΡΩΣ Ο βασιλεύς μας έλαβε με αγαλλίασίν του Την είδησιν της νίκης σου· κι' όταν ακούη, Μάκβεθ, πόσην ανδρείαν έδειξεςτον πόλεμον, θαυμάζει και δεν ευρίσκει τι να 'πή διά να σ' επαινέση, κι' αρχίζει πάλιν να 'ρωτά της μάχης τα συμβάντα, κι' ακούει πώςτων Νορβεγών τ' ανδρειωμένα στίφη αντίκρυζες ατρόμητος τα έργα των χειρών σου, φρικτά θεάματα σφαγής!