United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου, 55 γιατί τη νια που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια, αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος, τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι 320 σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας.

Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' ταγκίστριΌποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό μου ακόμα, — λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και 'μάτωσε ταγκίστρι, κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι, γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα, μα κι' έτσι άφισε εκεί βαριόκαρδος το σύντροφό του χάμου 125 πεσμένο, κι' άλλονε αμαξά ατρόμητο ζητούσε. Και δίχως τ' άλογα οδηγό δεν έμειναν στο κάμπο καιρόν πολύ· τι ήβρε το γιο σε λίγο του Βιφίτη, τον άφοβο Αρχεπόλεμο, και μες σ' αμάξι αμέσως τον έμπασε, και τούδωκε ναν του κρατάει τα γέμια.

Κι' οι Τρώες όταν είδανε τους γιους του γερο-Δάρη 27 που ο ένας μόλις σώθηκε, τον άλλο πούπεσε όμως δίπλα στ' αμάξι, απ' το κακό τους μάτωσε η καρδιά τους.

Σαν κάπια η Κύπρη Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει με κάναν Τρώαγιατί αφτοί την έχουν μαγεμένα– κάπια από 'φτές χαϊδέβοντας τις όμορφες νυφούλες τ' αφράτο χέρι στη χρυσή θα μάτωσε καρφίτσα425 Γέλασε τότες των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, και τη ροδόσταχτη θεά φωνάζει και της κάνει «Δεν είναι, κόρη μου, οι δουλιές για σένα του πολέμου.

Είπε ο θεός, και γύρισε ξανά στ' αντροπελέκι. Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη, κι' εφτύς γυρνάει τη συμπλοκή να δει, και βλέπει πέρα τον έναν π' άρπαε τ' άρματα, τον άλλον πούταν χάμου 85 στρωμένος κι' αίμας έτρεχε οχ τη βαθιά πληγή του· τότες περνάει χαλκόπλιστος των μπροστινών τούς λόχους φριχτά αλυχτώντα, ανέμποδος φωτιά σα φουντωμένη.