United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παράλληλη ένοια αυτής της δοξασίας έχει και το ακόλουθο δημοτικό άσμα του « Αμάραντου» : —« Ποιος είδε τον αμάραντο σε τι γκρεμό φυτρόνει; » Τον τρων τ’ αλάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κι’ ημερόνουν » Τον τρων τα μαύρα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους » Να το είχε φάει κι’ η μάννα μου, να μη είχε κάνει εμένα...»

Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες, 135 μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μια μάντρα να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει· το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε· 140 αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα, και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο· με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης.

Εγώ, δεν είτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μοναχή μου. Μαγείρευα το φαεί, κ' έκλωθα, σαν καληώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πας στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κ' η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες!

Για τον Τζατσίντο μίλησε συγκινημένη η τοκογλύφος. «Τι καταδεχτικό παλικάρι! Είναι λιγομίλητος, αλλά καλός σαν το μέλι. Διασκεδάζει σαν παιδάκι και έρχεται εδώ για να φάει το κριθαρένιο ψωμί μου. Νατος που έρχεται με την Γκριζέντα από τη βρύση

Και ώρα δεν περνάει, Κι' ακούγεται η βροντερή Του Λάμπρου του Τζιαβέλλα Και αγριόβραχνη φωνή: « Παιδιά! . . . Τη φουστανέλλα » Κυτάξατέ μου, τη λερή, » Τι βόλια έχει φάει . . .»

Κι' όταν συντύχουν όλοι εκεί, ακούς αφτόν που γνώμη προβάλει πιο καλύτερη, και χρειαζόμαστε όλοι 75 μια άξια πολύ και φρόνιμη, τι καιν κοντά στα πλοία άπειρες οι οχτροί φωτιές... που πιον δε σφάζει η πίκρα; Ναι, το στρατό ή θα φάει αφτή η νύχτα ή θαν τον σώσειΕίπε, κι' εκείνοι πείστηκαν κι' όχι κανείς δεν είπε.

Δεν είναι όμως κακός: λέει ψέματα, έτσι, επειδή του φαίνονται αλήθειες, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά.» «Πράγματι, σαν μικρό παιδί….» «Ένα μικρό παιδί με όλα του τα δόντια όμως! Και πώς μασάει! Θα σας φάει και το κτηματάκι. Έφις, θυμήσου: εδώ είμαι εγώ! Διαφορετικά, θα τις φας…

Είπε και πρόθυμα άκουσε ο καστανός Μενέλας, και ξεκινάει να πάει, καθώς λιοντάρι αφίνει στάνη σαν κουραστεί ερεθίζοντας σκυλιά και παλικάρια, 659 που όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι φρουρούν αρματωμένοι, 660 και το λιοντάρι θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι από βαριές χερούκλες όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν, και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· έτσι έφεβγε απ' τον Πάτροκλο κι' ο θαρρετός Μενέλας 665 πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην τον αφίσουν όλοι σκυλιών ξεσκλίδι, αν πανικός ακράτητος τους πιάσει.

Εσύ μονάχα σώνεις να στολίσης κοπέλλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θειά Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλλες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγερειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κ' η γριά την αφίνει, για να τ' ακούγη ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του τόκαμε πάλι το κυδωνάτο. Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαεί βράζει.

Κέρν' από λίγο, για όρεξί μας, Και να βοηθήση την χώνεψί μας. Μασάτ' ως τόσο, και καταπιέτε, Το ποτηράκι αδειάστε, πιέτε. Κιαπέ κατόπι σαν αποφάτε, Όσο θελήστε φυσιολογάτε. Ο Ιπποκράτης, δεν έχει τώρα Σταις τηγανίταις, καθόλου χώρα. Για τηγανίταις αυτός δεν λέγει. Κι' ανίσως είπε, πιος του το στρέγει; Αν είπε, βλάβουν, με συμπαθάει· Γιατί από τούταις δεν έχει φάει.