United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μήτ' αυτό δεν τόκαμε φρόνιμα, παρά τις χιλιάδες μόδια σιτάρι που κατέβασε και τα πρόσφερνε σε μέτρια τιμή, ταφήκε και πουληθήκανε σε κεφαλαιούχους που το μεταπουλούσανε στους φτωχούς με τιμές φοβερές. Αυτά κι άλλα τέτοια τους σκύλιασαν τους κατοίκους της Αντιόχειας. Άλλο δεν άκουγες στους δρόμους παρά βρισίδι και περιπαιχτικά τραγούδια. Ως και τα γένεια του τα κορόιδευαν.

Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλάκαλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

ΓΕΡΩΝ Και τούτο είν' αφύσικον, κ' επίσης παρά φύσιν το έγκλημα που έγεινε. — Την περασμένην Τρίτην εκεί που υπερήφανα 'πετούσ' ένα ιεράκι μια κουκουβάγια τάρπαξε και τόκαμε κομμάτια!

Ίσια ίσια ό,τι έλπιζε κι ο Χοσρόης κ' οι άλλοι εχτροί μας. Ας έρθουμε τώρα στην πολιτική του Ιουστινιανού με τους αιρετικούς, και στην άλλη τη γενικώτερη, την ενωτική του πολιτική. Ό,τι έκαμε των αιρετικών τόκαμε από ενωτικό σκοπό. Ενωτικό όμως όχι με τα συστήματα του Ζήνωνα και του Αναστάσιου, παρά με το σύστημα του κατατρεγμού.

Γυρίζει στην Πόλη, πιάνει φτωχικό σπίτιίσια ίσια το σπίτι που κατόπι το ξανάχτισε και τόκαμε κατάστημα για όσες παρόμοιες κοπέλλες θέλανε να ξαναζήσουν τίμια — κ' εκεί πότε με το κλώσιμο, πότε μ' άλλ' αργόχερα, καψόβγαζε το ψωμί της. Εκεί την αντάμωσε ο Ιουστινιανός, την ερωτεύτηκε, κι αποφάσισε να την πάρη γυναίκα του. Η θεια του η Ευφημία φυσικά μήτε να τακούση τέτοιο πράμα.

Εκεί που οι μορφωμένοι αρπάζουν καμμιάν εντύπωση, οι αμόρφωτοι αρπάζουν κανένα κρυολόγημα. Έτσι να γενούμε λίγο φιλάνθρωποι και να καλέσουμε την Τέχνη να στρήψη αλλού τα θαυμάσια μάτια της. Τόκαμε κιόλας αληθινά.

Να παλέψη, να του κλέψη σύκα, να φάη, να φέρη και στους χωριανούς, — να κερδίση και το βαρύ το στοίχημα... Και τόκαμε παναθεμά τονε! Είδαν και απόειδαν δύο τρεις χωριανοί κ' εβαρέθηκαν να τον ακαρτερούν παρακάτου από τον πύργο, που τον είχαν συντροφέψει, μη λάχη και τους γελάσει. Σαν εσούρπωσε καλά πια και δεν τον έβλεπαν να βγαίνη από τη βάρδια, τα χρειάστηκαν.

Έτσι θα βλέπουμε όλη την ιστορική σειρά της ελληνικής από τα παλιά τα χρόνια ίσια με την ώρα που μιλούμε. Τέτοιο έργο μπορεί νανάψη νέων καρδιές και κεφάλια. Είναι μια χαρά να φανή κανείς πρώτος στην επιστήμη και να κάμη πράμα που δεν τόκαμε κανένας πριν. Πρέπει να ξεπεράση όσους έγραψαν, όσους μελέτησαν τη γλώσσα. Ο πατριωτισμός θα του δώση δύναμη, πόθο και φωτιά. Δε θάχη πρόληψη καμιά.

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Και τόκαμε πανάθεμά τονε! Επήγε και τις δύο φορές, κ' εγέμισε μια σακούλα αθρωποκέφαλα, και τάφερε και διάνοιξε τη σακούλα και τάδιασε μες του Νικολέτση το μαγαζί, ανάμεσα στους άλλους χωριανούς, που ανατρίχιαζαν, κ' εσταβροκοπιώνταν μανοιχτό το στόμα. Έτσι εκέρδισε και το 'να στοίχημα, εκέρδισε και τ' άλλο. Τόχε πάρει απάνου του αποτότε ο Λίακας.