United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες!

Τούπαν πως τα νερά της λίμνας τα σουρώνει ή καταβόθρα και βρίσκει άλλες καταβόθρες κάτου, κι άλλες παρακάτου, κ' ετρούπησαν τα σωθικά του Ταΰγετου τα νερά, κ' εξέσπασαν δωκάτου στο Βαθυλάκωμα που το λέμε. Αφογκράζεται ο Αργύρης μανοιχτό το στόμα. Μια νυχτιά παίρνει κι απαρατάει του Μπέη τα πρόβατα στο μαντρί, και κατεβαίνει στη λίμνα.

Εσκέφθηκε λοιπόν πώς θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνουτην Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτά μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.

Να παλέψη, να του κλέψη σύκα, να φάη, να φέρη και στους χωριανούς, — να κερδίση και το βαρύ το στοίχημα... Και τόκαμε παναθεμά τονε! Είδαν και απόειδαν δύο τρεις χωριανοί κ' εβαρέθηκαν να τον ακαρτερούν παρακάτου από τον πύργο, που τον είχαν συντροφέψει, μη λάχη και τους γελάσει. Σαν εσούρπωσε καλά πια και δεν τον έβλεπαν να βγαίνη από τη βάρδια, τα χρειάστηκαν.

Στη ψυχή μας μέσα καταστάλαξε ο Ασιατισμός, και γι' αυτό οι πιώτεροί μας μήτε τι πράμα είναι δεν το νοιώθουμε. Δικός μας έγεινε, αίμα μας είναι. Ας τους αφήσουμε όμως τους δύστυχους πατριώτες· θα τους ανταμώσουμε παρακάτου. Ας δούμε τώρα τους αφεντάδες· αυτούς που μας έφεραν ταθάνατα σκότη από την Ανατολή εκείνη, που Δύση να την έλεγαν, πάλι αλήθεια δεν θα είτανε!

ΑΝΑΤ. Ιστέκακλήσει τι τα πη; ΛΟΓ. Ονόματι. ΑΝΑΤ. Και ντεν έγραψες έτζι; ΛΟΓ. Και δη τοιούτον έστι το στιχουργείν. ΑΝΑΤ. Λέε παρακάτου. ΛΟΓ. « Τέχνη Αραϊντζής και Καισαρεύς τη φύσει, ΑΝΑΤ. Φύσει τόπο του τα πη; ΛΟΓ. Ναι μην. — ΑΝΑΤ. Άφεριμ άφεριμ. ΛΟΓ. « Δέη δε θεώ αμαρτιών του λίσει. ΑΝΑΤ. Κλύσι, φύσι, λύσικαλό! για να τεργιάζη ιστίχο...

Πήγα προς τα εκεί. τι να ιδώ; Τα καζάνια είχανε πάθει έκρηξη, και είχανε τιναχτεί στον αέρα μαζί με τα λογίς λογίς σίδερα, και οι πέντε εργάτες που τους είχα στην ατμομηχανή. Ένα πόδι εδώ, ένα χέρι εκεί, ένα κομμάτι σάρκας παρακάτου. Φρίκη κ. Φιντή, φρίκη! . . . Μα δεν είτανε μόνο αυτό. Κι άλλοι πέντε απάνου στην ταραχή, απάνου στο στρίμωγμα, απάνου στην καταστροφή, είχανε μείνει νεκροί.

Εσκέφθηκε λοιπόν πως θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνουτην Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτα μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.