United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τα δύο αυτά πλάσματα δεν ήταν δυνατόν να ζήσουν και να βασιλεύσουν εκεί οπού έζησαν και εβασίλευσαν ένας Κλαύδιος και μία Γελτρούδη· πρέπει να εγκαταλείψουν τον τραχύν αέρα αυτού τον κόσμου διά να μεταβούν εκεί, οπού θα τους φέρουν αγγέλων πτέρυγες και ύμνοι . Το Πνεύμα του πατρός του Αμλέτου ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Προμαχώνας, εμπρός εις το ΚΑΣΤΕΛΙ. ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εις την θέσιν του· εισέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί και μεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων νήσων εκάστη. Αύται διετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση την Σελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ' εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγμα τούτο και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ' αυτού το πεζικόν. Ήσαν δε αρχηγοί των πεζών ο Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι.

Και η τοιαύτη μεν ψυχή δύναται να υπάρχη χωριστή από της αισθητικής αρχής, άνευ όμως αυτής ουδέν ον έχει αίσθησιν. * Είτε τα υλικά σύνθετα όντα, είτε αι αναφοραί των πραγμάτων. Τα τέσσαρα, γην, πυρ, αέρα, ύδωρ. O Αριστοτέλης παρεδέχετο και πέμπτον στοιχείον, τον αιθέρα. O Εμπεδοκλής λέγει ότι τα οστά έχουσι δύο μέρη γης, δύο ύδατος και τέσσαρα πυρός.

Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν αραγμένα, αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον κάτω υπό τους πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των κεφάλων, οίτινες διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι τον πολιόν καπετάνιον, από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν της θαλάσσης αέρα, τον καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των βασίλειον.

Κύτταξε πώς ο ήλιος Χρυσόνει τα πανιά των· Κύτταξε πώς το πέλαγος Από σπαθιών ακτίνας Τρέμον αστράπτει. Από τας πρύμνας χύνεται Γεμίζων τον αέρα Κρότος μυρίων κυμβάλων, Και μέσα από τον θόρυβον Ψάλματα εκβαίνουν· «Στάζουσι τα μαχαίρια μας, «Από το αίμα ακάθαρτον «Των χριστιανών· πριν πήξη, «Ελάτε, ελάτε εις νέον «Αίμα ας τα πλύνωμεν.

Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνααποκοιμήθη ; Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα. Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας.

Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος. Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην.

Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν.

Δεν μπορώ να περιγράψω με ποια περιφρόνηση μου απάντησε ο Σβεν, μια περιφρόνηση για κάθε λογική εξήγηση εκείνου που αιστανότανε και γνώριζε: — Όχι, δεν κοίταξα. Κοίταξα, μαμά; Κ' η μαμά τον παρηγόρησε βεβαιώνοντας πως δεν κοίταξε. Εμένα όμως μου είπε: — Δεν μπορείς να πιστέψης πόσες φορές έγινε το ίδιο πράμα. Είναι σα να με προαιστάνεται στον αέρα πως έρχουμαι.

Ο ήρως της κωμωδίας, προσαγορεύων από του εξώστου του ερωτικού του φρουρίου το περιϊστάμενον πλήθος, εδήλου ρητώς και κατηγορηματικώς, ότι είχεν εντός της οικίας πετρέλαιον και δυναμίτιδα και πυρ και εκτός τούτων σπάθην και πολύκροτον· ότι εις πρώτην απόπειραν εκβιάσεως της θύρας ήθελε πυροβολήσει κατά του πρώτου τολμητίου, ήθελε κόψει τον λαιμόν της ερωτικής του περιστεράς, ήθελεν ανάψει το πετρέλαιόν του, και . . . πριν ή ανατινάξη εις τον αέρα διά δυναμίτιδος την οικίαν, ήθελεν αυτοκτονήσει διά της τελευταίας του πολυκρότου βολής.