United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αποπίσω ένα μισότριβο ζευγάρι χωρικών ο άντρας με κοντοκάπι και πανταλόνια, η γυναίκα με καθαρή, καινούργια Αραχωβίτικη φορεσιά, μ' έναν αέρα μεγάλης ευτυχίας στο πρόσωπό τους και οι δυο. Μπήκαν όλοι μέσα στο μαγαζάκι, τους ακολούθησε κι ο αμαξάς, αφού έσυρε πρώτα τα λαχανιασμένα άλογα του από το δρόμο, στο φαρδύ ίσκιο ενός πλατανιού.

Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και αναστεναγμούς.

Εγώ, γιαγιά μου, το ξέρεις, τόσες φορές σου τόχω πει, θέλω να είμαι λεύτερη, πάντα λεύτερη. Να παίζω, να τραγουδώ, να λέω τα λόγια μου πάντ' ανοιχτά. Μα ο πατέρας είν' εδώ, μια πίεση φοβερή, μια εξουσία, ένα μάτι που μου κόβει τη χαρά, που μου στερεί τη ζωή, τον αέρα, που μου φέρνει τη μελαγχολία.

Ό Άγιος Δημήτριος με το πρόσωπο φωτισμένο από τη χαρά της Νίκης, σηκώνει το δεξί του χέρι με τα τρία δάχτυλα ενωμένα και κάνει στον αέρα, προς το μέρος όπου εβγήκε ο φίλος του, ένα πελώριο σχήμα σταυρού. Έπειτα γυρίζει στη γωνιά του, στεκόμενος κάποτε ν' αφιγκραστη, γιατί φοβάται μη ο φίλος του δειλιάση και γυρίση. Άγιος ΔημήτριοςΕρμογένης

Κατόπι κάθισε ο Βασιλέας απάνω σ' ασπίδα, και τονέ σηκώσανε στον αέρα οι προύχοντες κ' οι συγκλητικοί να τονέ δείξουν του κόσμου. Ανεβαίνει τότες αξιωματικός στο κάθισμα κι αποθέτει στην κεφαλή του μαλαματένιο «μανιάκι», δηλαδή βραχιόλι, σημάδι κι αυτό να ξανασηκωθή ο λαός και να ζητωκραυγάση.

Ο Τρύφος ο λεβέντης, του Ρουπακιά ο γιος, τ' αξιώτερο παληκάρι του χωριού και το καλήτερο νοικοκυρόπουλο, βγήκε φυγόδικος από τα πέρσυ τη Λαμπρή. Απάνω στο χορό οι παρέες ενοχλήθηκαν για τα νταβούλια. Επιάστηκαν στα χέρια τα παληκάρια μανιωμένα. Έπαιξαν τα καλαματιανά μαχαίρια στον αέρα ξεμανίκωτα. Εξάστραψαν ψηλά αναρίθμητα πιστόλια στο σωρό. Μαλλιά-κουβάρια έγιναν.

Το αυτό ακρι- βώς πρέπει να νοήσωμεν και περί της κοιλίας ημών, ότι δηλ. τας τροφάς και τα ποτά όταν εισέρχωνται εις αυτήν, τα κρατεί, αλλά Β. | τον αέρα και το πυρ, τα οποία αποτελούνται από μέρη μι- κρότερα αυτής, δεν δύναται να κρατή.

Σε εννόησα, φίλε Θεαίτητε, ότι μου πήρες τον αέρα και δεν με τρέμεις. Θεαίτητος. Από πού κυρίως; Σωκράτης.

Εις τούτο το φαινόμενον εγώ φοβηθείς έμεινα εκστατικός, τόσον μάλιστα που εκατάλαβα πώς εκείνο το σκότος επροξένησεν ένα μέγιστον όρνεον, το οποίον πετώντας εις τον αέρα επλησίαζε προς εμένα.

Η Πολύμνια, καθώς αργά έμαθες, είχεν αρρωστήσει, αρχομένου του έαρος, κατά την συμβουλήν δε των ιατρών είχε κάμει, περί τον Μάιον, ταξείδιον μετά της θείας της, συνταξιούχου, χήρας αντιπλοιάρχου του Βασιλικού Στόλου, διά ν' αλλάξη τον αέρα.