United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τρύφος ο λεβέντης, του Ρουπακιά ο γιος, τ' αξιώτερο παληκάρι του χωριού και το καλήτερο νοικοκυρόπουλο, βγήκε φυγόδικος από τα πέρσυ τη Λαμπρή. Απάνω στο χορό οι παρέες ενοχλήθηκαν για τα νταβούλια. Επιάστηκαν στα χέρια τα παληκάρια μανιωμένα. Έπαιξαν τα καλαματιανά μαχαίρια στον αέρα ξεμανίκωτα. Εξάστραψαν ψηλά αναρίθμητα πιστόλια στο σωρό. Μαλλιά-κουβάρια έγιναν.

Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας είτανε να με κάμη «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν είταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα πούβλεπες πέρσυ σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν είτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.

Μερικά κομμάτια πέτρας πλήγωσαν τον Αγαθούλη· που ξαπλωμένος στο δρόμο και σκεπασμένος από χαλάσματα, έλεγε στον Παγγλώσση: — Αλλίμονο! βρε μου λιγάκι κρασί και λάδι· πεθαίνω. — Αυτός ο σεισμός δεν είναι κάτι νέο, απάντησε ο Παγγλώσσης. Η πόλη της Λίμας δοκίμασε τα ίδια τινάγματα πέρσυ στην Αμερική. Ίδιες αιτίες, ίδια αποτελέσματα.

Πέρσυ μη ρωτάς πώς τα καψοκαταφέραμε να οργώσουμε μ' ένα βόιδι. Να πω και τ' άλλο. Σάματ' δεν είχε δίκιο κι αυτός ο μαύρος; Τίποτα εγώ! Άντρα, να πουλήσουμε το βόιδι· άντρα, να κοιτάξουμε το παιδί μας, το σπλάχνο μας. Είδε κι απόειδε κι αυτός, το δόσαμε προχτές, ντιπ, για ψωμί, που λένε, κι ήρθαμε μέσα. Όπως κάμουμε ας κάμουμε φέτος και χωρίς ζευγάρι.

Πέρσυ τόπιασαν για καλά οι θέρμες. Έρρεψε!... έρρεψε... Πουλήσαμε τόνα βόιδι μας τότες μισοτιμής, ξοδευτήκαμε, τα μαλλιοκέφαλά μας, που λένε. Ότ' είχαμε και δεν είχαμε σε γιατρικά και σε γιατρούς. Το πήρε λίγο απάνω του, είπαμε κι εμείς δόξα σοι ο Θεός! Να πης πως είταν καλά κι αυτόν το χρόνο; Καλά να λέμε και να κοιλορεύουμε. Εδώ κ' ένα μήνα ξανάπεσε.

Είμαστε σέμπροι κάτου στο λόγγο, στο πέλαο, βάνουμε καλαμπόκια το καλοκαίρι κι αδέ κει ρημάζουμε και το χειμώνα... — Έτσι, έ; Κι είπες ένα μήνα έχει άρρωστο το παιδί σου; — Κιό και πέρσυ χαροπάλαιψε το έρμο, παραδέ φέτο τόπιασαν βαρειά οι κάψες. Πέρσυ!... αχ!, κυρ γιατρέ, τι βάσανα που τραβήξαμε. Μήτε κι ο οχτρός σου! Έτσι και πέρσυ έπεσε και τρόμαξε να το πάρη απάνου του.

Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παλλικάρι, καλοστολισμένο, που μ' άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσυ από τη μητέρα του ένα φούρνο στο Ροδακιό. Δε ξέρω όμως τι είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του καλού ανθρώπου και πως έχει το ενα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί.