United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κολυμπάει το βόιδι όσο μήτε άνθρωπος· μονάχα από τα θαλασσοπούλια μένει πίσω κι ακόμη κι από τα ψάρια. Μήτε θα πνιγότανε το βόιδι, όταν κολυμπάη, αν δεν έπεφταν από τα διχάλια του τα νύχια σαν πολυβραχούν. Το βεβαιόνουν αυτό ως τα τώρα πολλές μεριές της θάλασσας, που τις λένε βοϊδοπεράματα.

Βλέποντας έτσι ο γεωργός, και λογιάζοντας να είναι άρρωστον, το άφησεν εις το παχνί του, και επήγε να δώση την είδησιν του αυθέντου του του πραγματευτή, ότι το βόιδι είνε άρρωστον, και μου έκαμε τούτο και τούτο.

Επήδησε μ' ορμή πάνω στη φουσκωμένη την κοιλιά του Λιάρου. Ξαπλωταριά χάμου σύξυλο εμουκάνιζε το βόιδι με κλάψα. Αγκομαχούσε μ' αγωνιά, κι αναχάραζε σα να ψυχοραγούσε. Εφύσαε το σβυσμένο ρουθούνι του φριχτά. Ανέμιζε στο φύσημά του κ' εσήκωνε σύγνεφα γύρω τα χώματα. Του μακελάρη το γυμνασμένο χέρι έσκισε τον αέρα μ' ορμή. Ταστραφτερό λεπίδι λαμποκόπησε ψηλά.

Αυτή τη βολά το σκιάχτηκε το μάτι μου, κυρ γιατρέ... Στην αρχή, δόσαμε με το κινίνο, πού να βρεθή κι αυτό σε τέτοια φτώχεια. Τόστειλε κ' η νουνά του μια κούπα μαντζούνι... Ντε! να το πάρη απάνω του. Τριτόημερα και κάψα, τριτόημερα και κάψα. Είπα τότε τ' άντρα μου, να πουλήσουμε και τ' άλλο το βόιδι μας κι ό τι θέλει ο Θεός, ας γίνουμε. Πού να θελήση να μ' ακούση κι αυτός ο γρουσούζης.

Αυτή η ομιλία του γαϊδάρου έφερε τέτοιο αποτέλεσμα οπού το βόιδι ακούοντας αυτήν την νέαν συμβουλήν του γαϊδάρου, έμεινε συγχυσμένον, και εμούγκριζε με μίαν φοβεράν φωνήν. Ο πραγματευτής ακούοντας και των δύο την ομιλίαν άρχισε να γελά εις τρόπον, οπού δεν ηδύνατο να σταματήση από τα γέλια.

Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.

γάιδαρος, το βόιδι και ο γεωργός.& Ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής, ο οποίος είχε διάφορα υποστατικά και χωρία, ένθα εφύλαγε και διάφορα ζώα διά την χρείαν του· και είχε τούτο το προτέρημα να καταλαμβάνη τις γλώσσες και την ομιλίαν των ζώων, όμως δεν ηδύνατο να την κοινολογήση εις άλλους, διότι εκινδύνευε να χάση την ζωήν του.

Την ερχομένην αυγήν επήγεν ο γεωργός διά να πάρη το βόιδι να το ζεύξη εις το χωράφι, και το ευρίσκει εξαπλωμένον οπού ελαχομανούσε, και τα άχυρα σχεδόν άγγιχτα εις το παχνί· το σηκώνει, και πάσχει διά να το ζεύξη εις το αμάξι, και δεν ήτον τρόπος· εναντιώνεται το βόιδι, μουγκρίζει, κτυπά τα ποδάρια εις την γην, και χύνεται με τα κέρατα να κτυπήση τον γεωργόν.