United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρατήρησα μόνο πως απ' την ημέρα εκείνη άλλαξαν οι τρόποι του με το κορίτσι. Άρχισε να φέρεται μαζί της σαν Σουλτάνος. Δεν επρόσεχεν εις τα λόγια του· την έπιανεν από τη μέση και την εκυνηγούσε να την φιλήση. Αυτά τα καμώματα δεν μας άρεζαν διόλου. Εσυλλογούμεθα όμως τη δική μας φτώχεια και το δικό του φούρνο.

Ρίχτηκαν στο χαροκόπι, σπατάλησαν το βιος, χρεώθηκαν, χαντακώθηκαν. Έφτασαν τα έχη τους στο σφυρί. Και στο αναμεταξύ οι Μορφόπουλοι καλητέρευαν. Η δυνατή και καλόχυμη ρίζα άρχισε πάλε να παίρνη απάνω της. Η σκλαβιά τους ατσάλωνε. Ήταν περήφανοι στη φτώχεια τους· σημαντικοί ακόμα και στην ταπείνωσή τους.

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!

«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα

Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες.

Είταν στην άκρη του νεκροταφείου, και στο σαρακωμένο κουτί του, που είταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε καθόλου καντήλι. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχεια μόνο στον Απάνω-Κόσμο είχε μερδικό!

Εκείνο που πίστευα δεν είταν κάτι σταθερό. Ζητούσα μόνο να βρω το πιο ψηλό και συχνά, ακόμα και στην πρώτη νιότη μου, η φτώχεια εκείνου, που τονομάζουνε με την κακή λέξη «υλισμό», με ξάφνισε με την ξερή του ψυχρότητα.

Φαντασθήτε, τι κατάρα για την κόρη ενός πάπα, δεκαπέντε χρονών, που σε τρείς μήνες δοκίμασε τη φτώχεια, τη σκλαβιά, εβιάστηκε σχεδόν κάθε μέρα, είδε την μητέρα της κομμένην στα τέσσερα, δοκίμασε την πείνα και τον πόλεμο και να πεθαίνη πανωλική στην Αφρική! Ωστόσο δεν πέθανα· αλλ' ο ευνούχος μου κι' ο μπέης μου και σχεδόν όλο το σαράι πεθάνανε.

Εγώ δε, ό,τι αναμφιβόλως, χωρίς φόβον Γνωρίζω, είναι ότι όχι μόνον δεν ειξεύρω, αν η αρετή δύναται να διδαχθή ή όχι, αλλά και τούτο ακόμη αγνοώ, εάν πράγματι υπάρχη καθόλου αρετή. Και εγώ δε δυστυχώς, ω Μένων, ευρίσκομαι εις την ιδίαν κατάστασιν. Είμαι εις την ίδιαν φτώχεια από το πράγμα αυτό, όπως και οι άλλοι συμπολίται μου, και κατηγορώ τον εαυτόν μου, ότι δεν ειξεύρω τίποτε περί της αρετής.

Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά. Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυνηγούμε!