Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ένα πρωί θυμούμαι πως με ξάφνισε που τον είδα, εκεί που πήγαινα περίπατο, καθισμένον στο λιβάδι μ' ένα μπουκέτο άνθη στο χέρι. Τονέ ρώτησα αν ήθελε ναρθή μαζί μου στο πάρκο. Αυτό το δεχότανε πάντα μ' ευχαρίστηση και γι' αυτό με ξάφνισε όταν αυτή τη φορά το αρνήθηκε κατηγορηματικά. — Δε θέλεις ναρθής με τον μπαμπά, Σβεν; Με πείραξε σχεδόν και νόμισα πως είταν ιδιοτροπία.
Μα μην εμποδιζώστε διόλου, σας παρακαλώ. Θα τα κάνω όλα στην εντέλεια· να είστε ήσυχος. Εσείς πηγαίνετε στην κηδεία της μάννας σας. — Ναι, πηγαίνω· κάμετε όπως ξέρετε. Ο Αριστόδημος έφυγε βιαστικά, λες και τον απόλυσαν από τα σίδερα. Ήταν ανυπόμονος να ιδή τη μάννα του. Ο θάνατός της τον ξάφνισε σαν κάτι παράδοξο κι αφύσικο. — Ας όψεται· έλεγε κάθε στιγμή στενάζοντας.
Ο Αγαθούλης ζήτησε να ιδή το δικαστήριο, τη βουλή. Του είπανε πως δεν υπήρχανε και πως δεν κάνουνε δίκες. Ρώτησε, αν υπήρχανε φυλακές, και του είπαν όχι. Ό,τι τον ξάφνισε περισσότερο και τον ευχαρίστησε περισσότερο, ήτανε το Μέγαρο των Επιστημών, μέσα στο οποίο είδε μια γαλαρία δυο χιλιάδες βήματα μάκρος, όλο γεμάτην από όργανα μαθηματικής και φυσικής.
Δε μας ξάφνισε λοιπόν διόλου, όταν ο γιατρός μας είπε μια μέρα τη γνώμη του, δηλαδή πως μόνο μια νέα εγχείριση μπορούσε να σώση την Έλσα. Είμαστε κείνη την ημέρα σα να είχε καταδικαστή σε θάνατο η ζωή μας όλη κ' έβλεπα πως η Έλσα αποχαιρετούσε όλα γύρω της.
Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια. Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.
Αυτός με ξάφνισε με το θάνατο του Βασιλειάδη, που έκαμε να μαυροφορέση με νέο πένθος η παρνασσική νεολαία του καιρού ύστερ' από το χαμό του Παπαρηγοπούλου· αυτός μου έφερε τον «Παρνασσό», έκδοση ανώνυμη του Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου, του δοξασμένου ύστερα Μορεάς, με τα «εκλεκτά τεμάχια των συγχρόνων ποιητών» — στα 1873 — και με το «Γοργόν Ιέρακα» του Αλεξάνδρου Ραγκαβή, σκαλισμένο, για να περιφυλαχτή σε ακριβή κασσετίνα, χρυσαφικό μπροστά στα χοντροδουλεμένα στιχουργικά μαστορέματα των άλλων.
Εκείνο που πίστευα δεν είταν κάτι σταθερό. Ζητούσα μόνο να βρω το πιο ψηλό και συχνά, ακόμα και στην πρώτη νιότη μου, η φτώχεια εκείνου, που τονομάζουνε με την κακή λέξη «υλισμό», με ξάφνισε με την ξερή του ψυχρότητα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν